Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Η παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού και πρώην κεντρικού τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμου για τις συνθήκες βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, προκαλεί απογοήτευση γιατί μοιάζει ανέφικτη.
«Είναι αυτονόητο ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους απαιτείται, αφενός, η εφαρμογή δημοσιονομικής πολιτικής που θα οδηγήσει σε ικανά πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα συμβάλουν στη σταδιακή μείωση του χρέους και, αφετέρου, η εφαρμογή οικονομικής πολιτικής που θα τονώσει τη δραστηριότητα και θα συντελέσει στην επίτευξη υψηλότερου και διατηρήσιμου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης μακροπρόθεσμα» ανέφερε ο κ. Παπαδήμος, λέγοντας τα αυτονόητα. Ομως στην ελληνική οικονομική πραγματικότητα τα αυτονόητα είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστούν.
Ο πρώτος όρος βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, που είναι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, πάσχει υπό την έννοια ότι και αυτά που προβλέπει το μνημόνιο είναι ανέφικτα.
Είναι αδύνατον ο ελληνικός προϋπολογισμός να βγάζει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 9 δισ. ευρώ ή 4,5% του ΑΕΠ από το 2016 και μετά και επί σειρά ετών. Δεν το πέτυχε καμία οικονομία παγκοσμίως, πόσο μάλλον μία εσωστρεφής και προβληματική οικονομία σαν την ελληνική.
Τα συγκεκριμένα πλεονάσματα μπορούν να επιτευχθούν εφόσον η κυβέρνηση αποφασίσει να επιβάλει και νέους φόρους, αλλά και να διασφαλίσει ότι θα τους εισπράξει. Γιατί μέχρι τώρα δεν καταφέρνει να τους εισπράξει για έναν απλό λόγο.
Οι φόροι που έχουν ήδη επιβληθεί, σε συνδυασμό με τη συμπίεση των εισοδημάτων, υπερβαίνουν τις δυνατότητες των νοικοκυριών, με συνέπεια την έκρηξη των ληξιπρόθεσμων χρεών σε επίπεδα άνω των 66 δισ. ευρώ ή στο 36% του ΑΕΠ.
Η κυβέρνηση έχει κατανοήσει τις δυσκολίες επίτευξης των συγκεκριμένων στόχων και επειδή παράλληλα έχει κατά νου και τη μείωση της φορολογίας αντί της αύξησης, θέτει στην τρόικα ζήτημα μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα των επόμενων ετών.
Εάν θα το αποδεχτούν οι δανειστές είναι ένα ζήτημα, αλλά υπάρχει πλούσια επιχειρηματολογία που μπορεί να χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση.
Η δεύτερη συνθήκη για τη μείωση του ελληνικού χρέους είναι οι υψηλοί και βιώσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας.
Χάσαμε όμως πολύ χρόνο μέχρι να σκεφτούμε την ανάπτυξη και πόσο η συρρίκνωση του ΑΕΠ εκτίναξε το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ. Το «mea culpa» των στελεχών της τρόικας για το «λάθος πολλαπλασιαστή» δεν αρκεί, γιατί δεν συνοδεύεται με αλλαγή πολιτικής που θα ευνοήσει την ανάπτυξη.
Ακόμη κι αν φέτος η οικονομία περάσει στην ανάπτυξη, δεν λύθηκε το πρόβλημα. Το ζητούμενο είναι να διατηρηθεί και να επιταχυνθεί η ανάπτυξη, αλλά χρειάζεται μια λεπτομέρεια: σχέδιο.
ΠΑΝΟΣ Φ. ΚΑΚΟΥΡΗΣ - [email protected]