Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Με κωλυσιεργία, νομικές παρεμβάσεις, αλλά και με το νέο μισθολόγιο θα επιχειρήσει το υπουργείο Οικονομικών να ακυρώσει τη δημοσιονομική επίπτωση των δικαστικών αποφάσεων για τις αποδοχές δικαστικών, ενστόλων, πανεπιστημιακών και διπλωματών, το συνολικό κόστος των οποίων μπορεί να φτάσει στο 1 δισ. ευρώ, σε περίπτωση γενικευμένης εφαρμογής.
Αρχικά επιχειρεί να περιορίσει την υλοποίησή τους και να αποτρέψει γενική εφαρμογή τους σε όλες τις κατηγορίες των υπαλλήλων, ενώ εξετάζει τη λήψη «ισοδύναμων» μέτρων, με το νέο μισθολόγιο που θα καταρτιστεί το φθινόπωρο για να εφαρμοστεί από τον Ιανουάριο του 2015, όπως άλλωστε προβλέπει το μνημόνιο και η συμφωνία με την τρόικα.
Σε κάθε περίπτωση, οι μαζικές δικαστικές αποφάσεις κατά της εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής προκαλούν έντονο προβληματισμό στο υπουργείο Οικονομικών και συνολικά στην κυβέρνηση, καθώς από τη μία πλευρά υπάρχει το δεδομένο του δημοσιονομικού κόστους και από την άλλη υπάρχει το πολιτικό κόστος που θα έχει η μη εφαρμογή, με οποιαδήποτε μέθοδο, των αποφάσεων των δικαστηρίων.
Τεράστιο πρόβλημα αποτελεί η δέσμευση την οποία ανέλαβε η κυβέρνηση απέναντι στην τρόικα για την κάλυψη των όποιων απωλειών από δικαστικές αποφάσεις.
Οι ελεγκτές, πληροφορούμενοι την πιθανότητα έκδοσης των συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων, έθεσαν όρο στο νέο μνημόνιο αλλά και στην απόφαση του Eurogroup της 1ης Απριλίου που προβλέπει πως «Οι αρχές (η κυβέρνηση) θα λάβουν μέτρα για να καλύψουν πιθανές επιπτώσεις στα δημοσιονομικά μεγέθη, εφόσον προκύψουν αποφάσεις δικαστηρίων που θα ανατρέπουν την εισοδηματική πολιτική».
Το ΥΠΟΙΚ επιδιώκει να αποφύγει τα δημοσιονομικά ισοδύναμα, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση το βάρος θα μεταφερθεί σε «πλάτες» άλλων φορολογουμένων ή σε βάρος της κοινωνικής πολιτικής, περικόπτοντας κονδύλια, γεγονός που θα προκαλέσει ευρύτερες αντιδράσεις, ενώ το κόστος δεν είναι αμελητέο και φτάνει σε 1 δισ. ευρώ.
Σε ανύποπτο χρόνο, τον περασμένο Ιανουάριο, όταν είχαν εκδοθεί οι πρώτες αποφάσεις των δικαστηρίων, που έκριναν αντισυνταγματικές τις μειώσεις των αποδοχών και τη φορολογία των επιδομάτων, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας είχε δηλώσει στους «FT» πως το δημοσιονομικό κόστος μπορεί να ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ.
«Αν τα ειδικά μισθολόγια ομαδοποιηθούν, το κόστος για τον προϋπολογισμό μπορεί να ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 0,5% του ΑΕΠ» είχε αναφέρει, προσθέτοντας πως «αποτελεί έναν επιπλέον πονοκέφαλο, παρότι ξεπεράσαμε τους στόχους του προϋπολογισμού για το 2013… Θα κάνουμε αυτό που είμαστε υποχρεωμένοι, αλλά θα πρέπει να βρούμε δημοσιονομικά ισοδύναμα σε μόνιμη βάση».
Δεδομένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις για το μισθολόγιο αποτελούσαν μόνιμη εστία προβληματισμού στο ΥΠΟΙΚ, ο πρώην υπουργός Γιάννης Στουρνάρας είχε δηλώσει τον περασμένο Απρίλιο πως «εάν το ΣτΕ βγάλει μια απόφαση και αυτή τελεσιδικήσει, το κόστος που θα προκύψει δεν μπορεί να καλυφθεί είτε με αύξηση φόρων είτε με μείωση δαπανών. Θα αντιμετωπισθεί μέσα στην εισοδηματική ομάδα που αφορά».
Δηλαδή, θα καταργηθούν οι μισθολογικές ωριμάνσεις μέσα από τις προαγωγές ή θα χρησιμοποιηθεί άλλο τρικ, το οποίο, μέχρι να καταπέσει στα δικαστήρια, θα έχει κερδηθεί πολύτιμος χρόνος από το ΥΠΟΙΚ.
Η τακτική αυτή κερδίζει έδαφος στο ΥΠΟΙΚ και σύμφωνα με πληροφορίες, αφού αναγκαστικά η κυβέρνηση κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να εφαρμόσει τις δικαστικές αποφάσεις, θα προβεί σε παρεμβάσεις με το νέο μισθολόγιο, ώστε να ακυρώσει τις αυξήσεις που διέταξαν τα δικαστήρια.
Δηλαδή θα μειώσει είτε βασικούς μισθούς είτε επιδόματα των συγκεκριμένων κατηγοριών υπαλλήλων προκειμένου το δημοσιονομικό αποτέλεσμα να είναι ουδέτερο.
Δεν έχουν γενική εφαρμογή
Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αφορούν ακύρωση πράξεων της διοίκησης, ισχύουν μεταξύ των διαδίκων και επομένως εφαρμόζονται από τα αρμόδια όργανα του υπουργείου Οικονομικών μόνο για τους συγκεκριμένους φορολογουμένους, χωρίς να υποχρεώνουν τη διοίκηση σε γενική αποδοχή τους.
Αυτό επισημαίνεται κατηγορηματικά σε ερμηνευτική εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών που κοινοποιήθηκε χθες αρμοδίως και με την οποία επιχειρείται να μπει «φρένο» στη γενίκευση αποφάσεων του ΣτΕ που ανοίγουν νέες «τρύπες» στον κρατικό προϋπολογισμό.
Ταυτόχρονα δίνει και το στίγμα των προθέσεων του οικονομικού επιτελείου όσον αφορά την αντιμετώπιση τυχόν προσφυγών που σχετίζονται με τη φορολόγηση κυρίως παροχών σε είδος, καθώς με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος θεωρούνται εισόδημα που πρέπει να φορολογηθεί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω εγκύκλιος του υπουργείου Οικονομικών εκδόθηκε σε εφαρμογή δύο αποφάσεων του ΣτΕ, οι οποίες χαρακτηρίζουν παράνομη τη φορολόγηση του επιδόματος βιβλιοθήκης που λαμβάνουν οι πανεπιστημιακοί, αλλά και του επιδόματος αλλοδαπής που λαμβάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι που εργάζονται στο εξωτερικό.
Με βάση τη νομολογία του ΣτΕ, η φορολόγηση των ανωτέρω επιδομάτων κρίθηκε παράνομη, καθώς οι παροχές που χορηγούνται σε έναν μισθωτό για τη διευκόλυνση των καθηκόντων του, ακόμη κι αν αυτός επωφελείται εμμέσως από αυτές, δεν αποτελούν εισόδημα και δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος.
Παρ’ όλα αυτά από την απόφαση του ΣτΕ, σύμφωνα με την ερμηνευτική εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών, καλύπτονται μόνο οι φορολογούμενοι που έκαναν την προσφυγή και όχι ολόκληροι κλάδοι, όπως οι πανεπιστημιακοί ή οι υπάλληλοι που εργάζονται στο εξωτερικό.
«Συγκεκριμένες υποθέσεις»
Το πλήρες κείμενο της υπ’ αριθμ. Δ12 Α/1092647ΕΞ/19.6.2014 εγκυκλίου, με την οποία δίδονται διευκρινίσεις όσον αφορά την εφαρμογή των αποφάσεων Ολομέλειας ΣτΕ για το επίδομα αλλοδαπής και το επίδομα βιβλιοθήκης, έχει ως εξής:
«Απαντώντας στο πιο πάνω σχετικό, αναφορικά με το υπόψη θέμα, σας πληροφορούμε ότι η διοίκηση του Υπουργείου Οικονομικών είναι υποχρεωμένη από το Σύνταγμα να συμμορφώνεται με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οσον αφορά τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδίδονται κατά την αναιρετική διαδικασία, αυτές ισχύουν, ως γνωστόν, μεταξύ των διαδίκων και εφαρμόζονται από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Οικονομικών. Επομένως, οι αποφάσεις 29/2014 και 1840/2013 του ΣτΕ σαν αναιρετικές αναφέρονται σε συγκεκριμένους φορολογούμενους και δίνουν λύσεις σε συγκεκριμένες υποθέσεις, χωρίς να υποχρεώνουν τη διοίκηση του Υπουργείου Οικονομικών σε γενική αποδοχή τους».
Τι προβλέπεται από το ΣτΕ
Σημειώνεται πως με την υπ’ αριθμόν 29/2014 απόφαση που εξέδωσε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις αρχές του τρέχοντος έτους, κρίθηκε ως αντισυνταγματική η φορολόγηση της πάγιας μηνιαίας αποζημίωσης που λαμβάνουν τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια.
Η φορολόγηση της αποζημίωσης αυτής προβλέπεται από την παράγραφο 13 του άρθρου 12 του ν. 3052/2002. Σύμφωνα με το σκεπτικό της συγκεκριμένης απόφασης, κάθε παροχή που καταβάλλεται στο μισθωτό, με οποιαδήποτε ονομασία (επιχορήγηση, αποζημίωση, επίδομα κ.λπ.) που κατά το νόμο ή από τη φύση της προορίζεται να καλύψει δαπάνες στις οποίες αυτός υποβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της, δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν υποβάλλεται σε φόρο εισοδήματος, έστω και αν από την παροχή αυτή ωφελείται έμμεσα ο μισθωτός.
Σήμερα, το ύψος των εν λόγω επιδομάτων κυμαίνεται από 128 έως 273 ευρώ. Ωστόσο, από το 2002 που είχε τεθεί σε ισχύ η σχετική διάταξη κυμαίνονταν από 176 έως 311 ευρώ.
Βάσει της απόφασης του ΣτΕ, το Δημόσιο θα έπρεπε να επιστρέψει τα ποσά των φόρων εισοδήματος που επέβαλε στις πάγιες αποζημιώσεις για ενημέρωση βιβλιοθήκης σε όλους τους πανεπιστημιακούς, τουλάχιστον από το 2012.
Ηδη δε πολλοί πανεπιστημιακοί είχαν ζητήσει από τις αρμόδιες ΔΟΥ να γίνει επανεκκαθάριση των φορολογικών τους δηλώσεων και να τους επιστραφούν τα χρήματα των επιπλέον φόρων που πλήρωσαν λόγω εφαρμογής της αντισυνταγματικής διάταξης.
Είναι προφανές πως, σε εφαρμογή της εγκυκλίου του υπουργείου Οικονομικών, όσοι έλαβαν πίσω τα χρήματα των επιπλέον φόρων θα κληθούν τώρα να τα επιστρέψουν, ενδεχομένως και με προσαυξήσεις.
ΠΑΝΟΣ ΚΑΚΟΥΡΗΣ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΟΣ