Με επιτυχία προχώρησε η Eurobank στην έκδοση ομολόγου κύριου χρέους (senior unsecured bond), ύψους 500 ευρώ, στις διεθνείς αγορές για την άντληση μεσοπρόθεσμης ρευστότητας.
Το ομόλογο είναι σταθερού επιτοκίου, τετραετούς διάρκειας και φέρει ετήσιο τοκομερίδιο 4,25%. Η τιμή έκδοσής του ορίστηκε στο 99,55.
Το βιβλίο προσφορών υπερκαλύφθηκε πάνω από δύο φορές μέσα σε λίγες ώρες, συγκεντρώνοντας εντολές ύψους 1,1 δισ. ευρώ.
Όπως επισημαίνει η τράπεζα στη σχετική της ανακοίνωση, η έκδοση είχε μεγάλη απήχηση στο διεθνές επενδυτικό κοινό, με συμμετοχή θεσμικών επενδυτών από 13 χώρες.
Προηγήθηκε σειρά συναντήσεων με θεσμικούς επενδυτές σε επιλεγμένα χρηματοοικονομικά κέντρα (roadshow σε Λονδίνο, Παρίσι και Μιλάνο), κατά τις οποίες διαπιστώθηκε σημαντικό ενδιαφέρον για την τράπεζα.
Συντονιστές της έκδοσης ήταν οι Credit Suisse, HSBC, JP Morgan, Mediobanca και Nomura.
Κύκλοι της τράπεζας σημειώνουν πως η έκδοση επιβεβαιώνει το ενδιαφέρον της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας για τη Eurobank, όπως είχε ήδη εκδηλωθεί με την πρόσφατη επιτυχημένη αύξηση κεφαλαίου ύψους 2,9 δισ. ευρώ που οδήγησε στην επιστροφή της τράπεζας στον ιδιωτικό τομέα με πλειοψηφικό μερίδιο.
Η επιλογή για έκδοση με διάρκεια τέσσερα έτη, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, ήταν αποτέλεσμα των επαφών με τους διεθνείς επενδυτικούς οίκους κατά τη διάρκεια του roadshow, όπου διατυπώθηκε η ανάγκη να διαμορφωθεί μια αξιόπιστη καμπύλη επιτοκίων για τις ελληνικές τράπεζες, η οποία θα αποτελέσει και τη βάση τιμολόγησης μελλοντικών εκδόσεων τραπεζών και ελληνικών επιχειρήσεων.
Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι οι τράπεζες Πειραιώς και Alpha είχαν εκδώσει ομόλογα με διάρκεια 3 έτη, ενώ η Εθνική Τράπεζα για 5 έτη, συνεπώς η έκδοση της Eurobank συμπληρώνει την παραπάνω καμπύλη των αποδόσεων.
Τονίζουν επίσης πως με την άντληση μεσοπρόθεσμης ρευστότητας, η Eurobank ενισχύει περαιτέρω τα διαθέσιμά της έτσι ώστε να καλύπτει με ευχέρεια τις αναμενόμενες ανάγκες για χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος, σημειώνεται ότι η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε μετά τις πρόσφατες αποφάσεις της ΕΚΤ που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ρευστότητας και την τόνωση της ανάπτυξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ιδίως μέσω του TLTRO).