Ο οξύτατος ανταγωνισμός και η ανάγκη για συνεχείς επενδύσεις και προσφορά νέων βελτιωμένων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας άφησε τα σημάδια του στα οικονομικά αποτελέσματα της γαλακτοβιομηχανίας, όπως αναφέρει η Stat Bank σε έρευνά της για την εγχώρια αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων.
Οι πωλήσεις, όπως προκύπτει από έρευνα της εταιρείας, αυξήθηκαν κατά 8,2%, φτάνοντας το 1,4 δισ. ευρώ, ενώ το περιθώριο μεικτού κέρδους διατηρήθηκε στο επίπεδο του 28%. Τα προ φόρου κέρδη ωστόσο παρουσιάζουν σημαντική μείωση, σε ποσοστό 14% και διαμορφώθηκαν σε 36,2 εκατ. ευρώ από 42,3 εκατ. ευρώ το 2002. Αιτία αυτής της πτώσης ήταν το γεγονός ότι δεν επαναλήφθηκαν το 2003 έκτακτα χρηματοοικονομικά έσοδα που είχαν καταγραφεί το 2002 (το συγκεκριμένο κονδύλι περιορίστηκε σε 2,6 εκατ. ευρώ έναντι 13,2 εκατ. ευρώ). Πρέπει επίσης να σημειωθεί η σημαντική αύξηση κατά 13% των εξόδων διοικητικής λειτουργίας και διάθεσης προϊόντων.
Οι εταιρείες του κλάδου συνέχισαν τις επενδυτικές τους προσπάθειες και το 2003, κάτι που πιστοποιείται από την αύξηση κατά 15% της αξίας του μηχανολογικού τους εξοπλισμού (έφτασε τα 566,8 εκατ. ευρώ). Παρόλα αυτά, οι συνολικές υποχρεώσεις παρέμειναν στάσιμες, στα 858 εκατ. ευρώ, ενώ τα ίδια κεφάλαια ήταν 433.3 εκατ. ευρώ έναντι 426 εκατ. ευρώ το 2002.
Σύμφωνα με την έρευνα της Stat Bank, οι ισχυρότεροι πόλοι στον κλάδο παραμένουν οι όμιλοι της ΔΕΛΤΑ και της ΦΑΓΕ. Για την ΔΕΛΤΑ Βιομηχανία Γάλακτος πραγματοποίησε τζίρο 304 εκατ. ευρώ και προ φόρου κέρδη 18,5 εκατ. ευρώ. Για την ΔΕΛΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΠΑΓΩΤΟΥ το 2003 οι πωλήσεις στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 9,4% ανερχόμενες σε 78,8 εκατ. ευρώ, τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (ΕΒΙΤDΑ) αυξήθηκαν κατά 6% ανερχόμενα σε € 14,8 εκατ. ενώ τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 5,6 εκατ. ευρώ καθώς δεν επαναλήφθηκαν έκτακτα χρηματοοικονομικά εσόδα περίπου 10,0 εκατ. ευρώ του 2002.
Για την ΦΑΓΕ αιχμή του δόρατος παραμένει το γιαούρτι. Το 2003 οι πωλήσεις της ήταν 335,8 εκατ. ευρώ ενώ τα προ φόρου κέρδη 8,1 εκατ. ευρώ.
Η ΜΕΒΓΑΛ συνεχίζοντας την αυτόνομη πορεία της δίνει έμφαση σε νέα προιόντα και στις εξαγωγές. Η τακτική αυτή απέδωσε το 2003 έσοδα 164,2 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά περίπου 7% έναντι του 2003. Τα προ φόρου κέρδη διαμορφώθηκαν σε 6,27 εκατ. ευρώ έναντι 6,74 εκατ. ευρώ το 2002.
Ιδιαίτερη κινητικότητα ωστόσο θα εξακολουθήσει να παρουσιάζουν και μικρότερες εταιρείες παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων. Η Τυράς κατάφερε να παρουσιάσει σημαντική άνοδο πωλήσεων, από τα 70,5 εκατ. ευρώ στα 94,8 εκατ. ευρώ, αύξηση κατά 34%. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η αύξηση της κερδοφορίας. Τα προ φόρου κέρδη έφτασαν το 2003 τα 3,8 εκατ. ευρώ έναντι μόλις 1,5 εκατ. ένα χρόνο νωρίτερα.
Αντίστοιχο ρυθμό ανόδου του κύκλου εργασιών επέδειξε και η Ολυμπος. Ο τζίρος διαμορφώθηκε σε 34,9 εκατ. ευρώ (αύξηση 38%) και τα προ φόρου κέρδη ανήλθαν σε 403 χιλ. ευρώ από 117,8 χιλ. ευρώ το 2002.
Η Δωδώνη διατήρησε το περιθώριο κέρδους της πάνω από το 3% καθώς ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 4% στα 87,6 εκατ. ευρώ και τα προ φόρου κέρδη ήταν 2,6 εκατ. ευρώ σημειώνοντας άνοδο 5,6%.
Μεγάλη ήταν η αύξηση των πωλήσεων και για την βιομηχανία Κρι-Κρι η οποία επεκτείνει διαρκώς το δίκτυο πωλήσεων της στην νότια Ελλάδα. Ο τζίρος έφτασε τα 18,1 εκατ. ευρώ το 2003 αυξημένος κατά 27% ενώ τα προ φόρου κέρδη αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο, κατά 31% και έφτασαν τα 2,1 εκατ. ευρω.
Σύμφωνα πάντα με τη Stat Bank, μια πρωτοβουλία που σίγουρα θα υποδαυλίσει περαιτέρω τον ανταγωνισμό είναι η είσοδος της πολυεθνικής Friesland (ΝΟΥΝΟΥ) στην αγορά της γιούρτης. Τα προϊόντα της παράγονται στην Ελλάδα απο το εργοστάσιο που έχει αποκτήσει στην περιοχή της Αχαΐας και στόχος είναι να κατακτήσει μερίδιο αγοράς σε ένα κλάδο που ήδη ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος.
Το γιαούρτι έχει εξέχουσα θέση στον κλάδο των γαλακτομικών προϊόντων ενώ καταγράφονται και αξιόλογες εξαγωγικές επιδόσεις. Τα ελληνικά προϊόντα κυριαρχούν στην αγορά (97%) με το ευρωπαϊκού τύπου γιαούρτι να κατέχει τη μερίδα του λέοντος στην κατανάλωση. Υπολογίζεται ότι η κατανάλωση ευρωπαϊκού τύπου γιαουρτιού ξεπερνά του 80.000 τόνους και του παραδοσιακού κυμαίνεται στα επίπεδα των 18.000 τόνων με την κατά κεφαλήν κατανάλωση γιαουρτιού να υπολογίζεται στα 9 κιλά.
Μεταξύ των κυριοτέρων κατηγοριών στον κλάδο των γαλακτοκομικών τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κατανάλωση παρουσιάζει το παστεριωμένο γάλα. Σε ετήσια βάση ανά άτομο ανέρχεται στα 38 κιλά περίπου.