Έντονες επικρίσεις δέχεται τα τελευταία χρόνια από τους εταίρους της η Γερμανία για το «υπερβολικό» εμπορικό της πλεόνασμα. Ωστόσο, οι ειδικοί, όπως ο οικονομολόγος Μαρσέλ Φράτσερ βλέπουν το πλεόνασμα με «καλό μάτι».
Το εμπορικό πλεόνασμα δεν θα πρέπει να συγχέεται με την εξαγωγική ισχύ μιας χώρας. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Σαουδικής Αραβίας, που έρχεται τρίτη στον κόσμο σε εμπορικό πλεόνασμα, ωστόσο αυτό το οφείλει αποκλειστικά και μόνο στο πετρέλαιο. Και όπως λέει ο Αντρέας Φράιταγκ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Ιένας: «Δεν είναι η ανταγωνιστική της και ελκυστική εξαγωγική βιομηχανία, που της δίνει κορυφαίο ρόλο, αλλά οι πρώτες ύλες».
Ωφελούνται όλοι από τις γερμανικές εξαγωγές;
Αντίθετα, στην περίπτωση της Γερμανίας το πλεόνασμα οφείλεται στην υπεροχή των προϊόντων made in Germany. Το 2013 η Γερμανία σημείωσε ένα εμπορικό πλεόνασμα της τάξεως των 200 δισ. ευρώ, αφήνοντας στη δεύτερη θέση την κατεξοχήν εξαγωγική χώρα, την Κίνα. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 7% του γερμανικού ΑΕΠ και συνιστά παραβίαση των ευρωπαϊκών κανονισμών που «βλέπουν» κίνδυνο ανισορροπίας όταν το πλεόνασμα υπερβαίνει το 6% του ΑΕΠ μιας χώρας.
Όταν η Γερμανία εξάγει πολλά προϊόντα, αυτό είναι καλό για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και τους εργαζομένους σε αυτές. Πολλοί, ωστόσο, εκτιμούν ότι η εξέλιξη αυτή συνιστά κίνδυνο για την Ευρωζώνη.
Με την άποψη αυτή διαφωνεί ο Μαρσέλ Φράτσερ, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, DIW. «Όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αντλούν οφέλη από τις ισχυρές γερμανικές εξαγωγές, καθώς πολλές χώρες συμμετέχουν στην προπαραγωγική διαδικασία. Για παράδειγμα. Χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία ωφελούνται από τις εξαγωγές εξαρτημάτων και ανταλλακτικών προς τη Γερμανία».
H γερμανική εξαγωγική ισχύς δεν βλάπτει τους εταίρους της Γερμανίας
Και όπως έχει υπολογίσει σε μελέτη του το DIW, όταν αυξάνονται οι γερμανικές εξαγωγές κατά 10%, οι προεκπληρωμένες εξαγωγές των ευρωπαίων εταίρων αυξάνονται κατά 9%. Αυτό σημαίνει ότι η γερμανική εξαγωγική ισχύς δεν βλάπτει τους εταίρους της Γερμανίας. Προβληματικό είναι ένα πλεόνασμα όταν αυτό παίρνει υπερβολικές διαστάσεις. Και αυτό γιατί μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει ότι μεγάλη ποσότητα γερμανικού χρήματος έχει διοχετευθεί στο εξωτερικό και δεν έχει επενδυθεί στη Γερμανία. Έτσι το πλεόνασμα στις εξαγωγές βρίσκεται αντιμέτωπο με τις εξαγωγές κεφαλαίων.
Όπως υπογραμμίζει ο Γιούργκεν Μάτες από το Ινστιτούτο της Γερμανικής Οικονομίας, IW, «αυτός είναι ο θεμελιώδης νόμος του ισοζυγίου πληρωμών». Και αντίστροφα, εάν μια χώρα παρουσιάζει μεγάλα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο θα πρέπει να δανεισθεί από άλλες χρήματα προκειμένου να πληρώσει τις εισαγωγές της. «Αυτό σημαίνει ότι οι Γερμανοί δίνουν δάνεια σε χώρες του εξωτερικού προκειμένου αυτές να χρηματοδοτούν αγορές προϊόντων», προσθέτει.
Oι επενδυτικές δυνατότητες στη Γερμανία δεν είναι ελκυστικές
Το καλύτερο παράδειγμα για αυτό προσφέρει η συμβίωση ΗΠΑ και Κίνας. Οι Κινέζοι έχουν γίνει πρωταθλητές στην παραγωγή και εξαγωγή προϊόντων τα τελευταία 20 χρόνια. Οι Αμερικανοί αγοράζουν το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων made in China με κεφάλαια, τα οποία δανείστηκαν προηγουμένως από την Κίνα.
Με λίγα λόγια, οι Αμερικανοί καταναλώνουν με δανεικά, ενώ οι Κινέζοι έχουν γεμίσει τα συρτάρια τους με αμερικανικά ομόλογα, η αξία των οποίων μειώνεται. Αλλά και ένα μέρος των γερμανικών πλεονασμάτων έχουν επενδυθεί σε ομόλογα υπερχρεωμένων κρατών και η αποπληρωμή τους είναι μάλλον αμφίβολη.
Το ερώτημα που θέτουν πολλοί είναι γιατί δεν επενδύονται τα πλεονάσματα στη Γερμανία; «Προφανώς επειδή οι επενδυτικές δυνατότητες στη Γερμανία δεν είναι ελκυστικές», εκτιμά ο καθηγητής Φράιταγκ, ο οποίος θεωρεί την στροφή της Γερμανίας προς εναλλακτικές μορφές ενέργειας «εμπόδιο για μελλοντικές επενδύσεις».
Σύμφωνα με τον Αντρέας Φράιταγκ, οι τιμές της ενέργειας αυξάνονται στη Γερμανία με συνέπεια η βιομηχανία να μην είναι ανταγωνιστική. Για τον λόγο αυτόν οι σύνδεσμοι των βιομηχανιών και των επιχειρήσεων ζητούν από την κυβέρνηση Μέρκελ να δημιουργήσει ένα πλαίσιο κινήτρων για επενδύσεις στη Γερμανία. Άλλωστε στο πεδίο των υποδομών οι επενδύσεις είναι κάτι περισσότερο από αναγκαίες.
Πηγή: Deutsche Welle