Τ. Αράπογλου: Οι προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας

Τρίτη, 02 Νοεμβρίου 2004 15:53

Η διατήρηση υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και η ενίσχυση της απασχόλησης δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένες. Η καλύτερη εγγύηση για την ενδυνάμωση των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και για την αύξηση της απασχόλησης είναι η συστηματική προώθηση της ανταγωνιστικότητας, με άξονες την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, την καινοτομία, την τεχνολογική αναβάθμιση και τη βελτίωση της πολιτικής εκπαίδευσης.

Τα παραπάνω ανέφερε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Τάκης Αράπογλου, σε ομιλία του με θέμα: «Η Ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Οικονομίας».

Ολόκληρη η ομιλία του κ. Αράπογλου έχει ως εξής:

«Βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτει με ρυθμούς άνω του 4%, κυρίως λόγω των ρυθμών ανάπτυξης των αναδυομένων αγορών της Ασίας (κυρίως Κίνα, Ινδία, ΝΑ Ασία), αλλά και των αυξανόμενων, και όχι ακόμη διατηρήσιμων, ρυθμών ανάπτυξης των ΗΠΑ.

Η Ευρώπη προσπαθεί να επιτύχει διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από το σημερινό 2% βασιζόμενη σήμερα κυρίως στις εξαγωγές αφού η εσωτερική της κατανάλωση βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά. Η αβεβαιότητα στους Ευρωπαίους και η μη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας ωθούν σε αποταμίευση όσους διαθέτουν δουλειές, δυσκολεύοντας την οικονομία να πάει μπροστά.

Η Ευρώπη πρέπει να δεχθεί ότι απαιτούνται σοβαρές αλλαγές, με στόχο τη μικρότερη συμμετοχή του κράτους, την απελευθέρωση των αγορών και της εργασίας. Χωρίς αυτά, η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου θα μείνει πίσω στον τομέα της ανταγωνιστικότητας με σοβαρές επιπτώσεις στις επιμέρους οικονομίες της.

Συγκυριακά, βέβαια, εμείς οι Ευρωπαίοι θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν άλλον αρνητικόν παράγοντα. Τα συνεχιζόμενα αρνητικά ελλείμματα στις ΗΠΑ θα πιέσουν το δολάριο σε σταδιακή αποτίμηση τα επόμενα 1-2 χρόνια έναντι του ευρώ με σκοπό τη μείωση και εξισορρόπηση των ελλειμμάτων αυτών. Το ακριβό ευρώ, όπως προβλέπεται, δεν θα εκφράζει τη δύναμη της ευρωπαϊκής οικονομίας αλλά την αδυναμία του δολαρίου και θα μειώσει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης.

Μέσα σ΄αυτό το περιβάλλον που δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνο, πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της μειωμένης ανταγωνιστικότητας της χώρας μας.

Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα βελτίωσε σημαντικά το μακροοικονομικό περιβάλλον, το οποίο αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Με την ένταξη στην ΟΝΕ ο πληθωρισμός μειώθηκε σε χαμηλά μονοψήφια επίπεδα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ωφεληθεί η οικονομία από τα χαμηλά επιτόκια και να εκλείψει ο συναλλαγματικός κίνδυνος.

Ένας άλλος παράγοντας καθοριστικός για την ανταγωνιστικότητα είναι τα έργα υποδομής που υλοποιήθηκαν με τους πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Στην Αθήνα ολοκληρώθηκε ένα πρωτοφανές πρόγραμμα υποδομών, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από την επιτυχή οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Σημαντικοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, όπως κυρίως ο χρηματοπιστωτικός και οι τηλεπικοινωνίες και εν μέρει η ενέργεια, η ακτοπλοϊα και οι αερομεταφορές, έχουν απελευθερωθεί και λειτουργούν σε ανταγωνιστικότερο περιβάλλον. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι θετικό, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της συνέχισης του προγράμματος για την απελευθέρωση των αγορών.

Παρά τις βελτιώσεις, όμως, έχουν σημειωθεί και σημαντικές καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα να δεσμεύονται οι αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας. Σήμερα, ολοένα και περισσότερες χώρες, που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν στην περιφέρεια, διεκδικούν συμμετοχή στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι.

Για να αξιολογηθεί η σημερινή θέση της Ελλάδας στον τομέα της ανταγωνιστικότητας είναι χρήσιμη η παρεχόμενη πληροφόρηση από τους πίνακες που καταρτίζει το World Economic Forum. Στην πιο πρόσφατη αξιολόγηση, η Ελλάδα το 2004 πέρασε στην 37η θέση από την 35η που κατείχε το 2003. Η 37η θέση δεν μπορεί να θεωρείται ικανοποιητική, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα σημειώνει συνεχώς απώλειες στην παγκόσμια κατάταξη.

Από την Έκθεση προκύπτει ότι στους παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας περιλαμβάνονται:

Το σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον

H αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης

Ο εγχώριος ανταγωνισμός

H κοινωνική και περιβαλλοντική πολιτική

Το σταθερό φορολογικό περιβάλλον

Η ευέλικτη αγορά εργασίας, κ.ά.

Για την Ελλάδα η Έκθεση διαπιστώνει ότι η οικονομία δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, εξακολουθούν να υπάρχουν θύλακες όπου ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί και υπάρχουν εμπόδια στην είσοδο νέων επιχειρήσεων.

Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι μελλοντικά η διατήρηση υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και η ενίσχυση της απασχόλησης δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένες. Η καλύτερη, λοιπόν, εγγύηση για την ενδυνάμωση των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και για την αύξηση της απασχόλησης είναι η συστηματική προώθηση της ανταγωνιστικότητας, με άξονες την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, την καινοτομία, την τεχνολογική αναβάθμιση και τη βελτίωση της πολιτικής εκπαίδευσης.

Η επίτευξη αυτών των στόχων προϋποθέτει βούληση για διαρθρωτικές αλλαγές. Οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., ακόμη και αυτές που πρόσφατα έγιναν ή θα γίνουν μέλη της, προχωρούν με θάρρος σε βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να μένει πίσω.

Οι αλλαγές που μπορούν να οδηγήσουν σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι 6:

Η πρώτη πρόκληση είναι η διατήρηση της μακροοικονομικής σταθερότητας

Ακόμη και σήμερα, ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει υπερμεγέθης. Το διευρυμένο μέγεθός του οδηγεί σε αναποτελεσματικότητες και δημοσιονομικές παρεκκλίσεις.

Το Δημόσιο εξακολουθεί να έχει παρουσία σε χώρους της οικονομίας, που ο ιδιωτικός τομέας έχει δείξει ότι μπορεί να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά. Το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα και θέτει περιορισμούς στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Επομένως, η μείωση του χρέους αποτελεί υψηλή προτεραιότητα.

Η γήρανση του πληθυσμού μελλοντικά θα προκαλέσει αύξηση των δαπανών στις υπηρεσίες υγείας. Παράλληλα, τίθεται σε κίνδυνο το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας, με αποτέλεσμα οι πιέσεις στον προϋπολογισμό μελλοντικά να γίνουν πολύ πιο έντονες και το χρέος να οδηγηθεί σε υψηλότερα, μη διατηρήσιμα, επίπεδα.

Η δεύτερη πρόκληση είναι η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης

Σήμερα η δημόσια διοίκηση νοσεί. Παρά τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες του παρελθόντος δεν κατάφερε να εκσυγχρονιστεί και να βελτιωθεί ως προς τις οργανωτικές δομές της και τη διάρθρωση, τη στελέχωση και το ανθρώπινο δυναμικό, τις μεθόδους και τις διαδικασίες της διαχείρισης ώστε να καταστεί αποτελεσματικός μηχανισμός για την ανάπτυξη της οικονομίας και την εξυπηρέτηση του πολίτη.

Η γραφειοκρατία αποτελεί τροχοπέδη σε κάθε δημιουργική πρωτοβουλία δημιουργώντας καθυστερήσεις και αβεβαιότητα. Σύμφωνα με δημοσιευμένες εκτιμήσεις, το κόστος της γραφειοκρατίας ευθύνεται για την απώλεια τουλάχιστον μιας ποσοστιαίας μονάδας από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.

Η ανάγκη για βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών δεν αφορά μόνο την κεντρική διοίκηση αλλά και την τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία με τις αποφάσεις της επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την επιχειρηματική δραστηριότητα. Από τη μέχρι σήμερα εμπειρία γνωρίζουμε ότι σε πολλές περιστάσεις η τοπική αυτοδιοίκηση, μη ανταποκρινόμενη στις υποχρεώσεις της, επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Η τρίτη μεγάλη πρόκληση είναι η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας

Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στα επόμενα χρόνια δεν θα επιτευχθεί μέσω του κράτους. Αν το κράτος είχε τη δυνατότητα αυτή, θα το είχε πράξει ήδη και δεν θα είμαστε εδώ να το συζητάμε. Οι μεγάλοι στόχοι ευημερίας θα επιτευχθούν μέσα από την ανάπτυξη νέων επιχειρήσεων που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.

Η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας προϋποθέτει:

Τη διεύρυνση του επιχειρηματικού πεδίου δράσης. Η επιτάχυνση του ρυθμού των αποκρατικοποιήσεων και η συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα είναι οι μόνες επιλογές που διευρύνουν το επιχειρηματικό τοπίο δράσης. Δίνουν νέες ευκαιρίες και προοπτική για δραστηριότητα από τους ιδιώτες. Ήδη έχουμε εμπειρία από έργα που ανέλαβε ο ιδιωτικός τομέας, όπως το αεροδρόμιο Ελευθερίου Βενιζέλου, η γέφυρα στο Ρίο Αντίρριο και η Αττική Οδός. Τα έργα αυτά παραδόθηκαν έγκαιρα και σήμερα εξυπηρετούν τους πολίτες προσφέροντας υπηρεσίες υψηλής ποιότητας. Στα επόμενα χρόνια πρέπει να γίνουν πολλά τέτοια έργα υποδομών, στα οποία ο ιδιωτικός τομέας θα μπορούσε να συνεισφέρει αποτελεσματικότερα με τη συμμετοχή κεφαλαίων του. Το σχετικό θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να υποβληθεί έγκαιρα ώστε τα έργα αυτά να ολοκληρωθούν.

Η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, επίσης, προϋποθέτει:

Τη θεσμοθέτηση ενός σύγχρονου πλαισίου για την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με δημοσιευμένες μελέτες, η Ελλάδα διαθέτει ένα θεσμικό πλαίσιο για την έναρξη και τη λήξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, που θεωρείται από τα πιο γραφειοκρατικά και πολύπλοκα. Κρίνεται επομένως αναγκαία η τροποποίηση του πλαισίου για αδειοδότηση των επιχειρήσεων. Το νέο πλαίσιο πρέπει να αποβλέπει στη μείωση του χρόνου και του κόστους ίδρυσης των επιχειρήσεων και στη διευκόλυνση όσων επιθυμούν να ξεκινήσουν επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Εξίσου σημαντική είναι και η ανάγκη αναμόρφωσης του πτωχευτικού δικαίου ώστε να διευκολύνεται η έξοδος των επιχειρήσεων. Όπως σημαντική είναι και η επιτάχυνση στη εκδίκαση όσων υποθέσεων φτάνουν στη δικαιοσύνη. Χρονοβόρες διαδικασίες για τη δικαστική επίλυση διαφορών και αμφισβητήσεων δημιουργούν αβεβαιότητα και συνεπάγονται κόστος.

Η ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας προϋποθέτει κανόνες, τους οποίους ο επενδυτής γνωρίζει εκ των προτέρων, αλλά και αποτελεσματικές ανεξάρτητες αρχές, οι οποίες ασκούν τα εποπτικά τους καθήκοντα, ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία των αγορών και η διατήρηση ανταγωνιστικών συνθηκών.

Η τέταρτη μεγάλη πρόκληση είναι η παιδεία

Το ανθρώπινο δυναμικό είναι ο βασικός παραγωγικός συντελεστής κάθε επιχείρησης. Η μεταρρύθμιση στο εκπαιδευτικό σύστημα, με τη διεύρυνση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την εισαγωγή μεθόδων αξιολόγησης του διδακτικού προσωπικού, η καλύτερη σύνδεση εκπαίδευσης και κατάρτισης, οι πρωτοβουλίες για τη στήριξη της δια βίου κατάρτισης ενισχύουν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

Σημαντική αδυναμία του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι η έλλειψη προσανατολισμού προς την αγορά εργασίας. Τα πανεπιστήμια πρέπει να στραφούν προς τις επιχειρήσεις, αλλά και οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να επενδύσουν στο ανθρώπινο δυναμικό τους. Να επικεντρωθούν στην παραγωγή καινοτόμων προϊόντων, να κινηθούν σε τομείς δραστηριότητας έντασης γνώσης και υψηλής τεχνολογίας. Η Ιρλανδία, που επένδυσε τους πόρους από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης στο ανθρώπινο δυναμικό, ιδιαίτερα στις ηλικίες των 20 έως 30 χρόνων, πετυχαίνοντας ένα αναπτυξιακό θαύμα, αποτελεί χρήσιμο οδηγό για το ζήτημα της παιδείας και της εκπαίδευσης.

Στην Ελλάδα, η τριτοβάθμια εκπαίδευση εξακολουθεί να παρέχεται μόνο από το Δημόσιο. Οι συνθήκες πλέον ωρίμασαν για αλλαγή του υφιστάμενου πλαισίου, έτσι ώστε η πανεπιστημιακή εκπαίδευση να παρέχεται και από άλλους εκπαιδευτικούς φορείς.

Η μόρφωση και οι επιστήμονες δεν μας λείπουν. Αυτό που μας λείπει είναι η νοοτροπία και το πλαίσιο που θα κάνει τα άτομα παραγωγικά μέσα σε ένα αξιοκρατικό περιβάλλον. Ακόμη, τολμώ να πω ότι δύσκολα πιστεύει κανείς πως η χώρα μας μπορεί να απασχολήσει - τουλάχιστον άμεσα –τόσους πτυχιούχους όσους παράγει το εκπαιδευτικό σύστημα. Επιβάλλεται τα ελληνικά πτυχία να αποκτήσουν διεθνές κύρος ώστε να έχουν τα νέα παιδιά τη δυνατότητα να αποτείνονται και σε αγορές εκτός Ελλάδος.

Η πέμπτη πρόκληση έχει σχέση με τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας

Οι μέχρι σήμερα προσπάθειες για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας δεν απέφεραν την απαιτούμενη ευελιξία. Οι ρυθμίσεις για την καταπολέμηση της ανεργίας οδήγησαν τελικά σε ενίσχυση της ανελαστικότητας στην αγορά και είχαν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Είχε θεωρηθεί μεγάλο βήμα η μετάβαση από την επιδότηση της ανεργίας στην επιδότηση της εργασίας. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Να αντιμετωπίζουμε πάλι υψηλή ανεργία.

Η ανεργία των νέων συνιστά μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της αγοράς εργασίας. Σε πολλές περιπτώσεις, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την αποφοίτηση έως την εύρεση εργασίας είναι τόσο μεγάλο ώστε να απαξιώνει το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης.

Μέσα από συναινετικές διαδικασίες το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας μπορεί και πρέπει να αναπροσαρμοστεί με στόχο την ευελιξία του, αναγνωρίζοντας το αδιέξοδο στο οποίο έχουμε περιέλθει.

Η έκτη πρόκληση είναι η συνέχιση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων

Οι επιχειρήσεις, που διέγνωσαν έγκαιρα ότι η ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο οικονομικό χώρο δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως απειλή αλλά ως ευκαιρία για ανάπτυξη εργασιών και πραγματοποίηση κερδών, έχουν πραγματοποιήσει άλματα. Έχουν εδραιώσει την παρουσία τους σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και έχουν στραφεί σε περιοχές με δυνατότητες ανάπτυξης συνεργασιών.

Κυρίες και κύριοι,

Εδώ τελειώνει το «ευχολόγιό» μου, το οποίο είμαι βέβαιος ότι έχετε ακούσει πολλές φορές και σε διάφορες περιστάσεις. ΄Οσα προανέφερα δεν αποτελούν από μόνα τους ικανές και αναγκαίες προϋποθέσεις για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα.

Είναι καιρός να αναρωτηθούμε γιατί πολλές ελληνικές εταιρείες επενδύουν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων και παρουσιάζουν εκεί μεγάλες αποδόσεις. Να δούμε γιατί οι επενδύσεις αυτές είναι ανταγωνιστικές. Να παραδεχθούμε, κάτι το οποίο στην ουσία γνωρίζουμε, ότι τα κράτη αυτά έχουν ευέλικτο εργασιακό περιβάλλον, εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, απελευθερωμένες αγορές και ένα δημόσιο που αποδεδειγμένα καταβάλλει συνεχώς προσπάθεια να μην κάνει τον επιχειρηματία. Είναι καιρός να μάθουμε από τους -υποτίθεται- λιγότερο αναπτυγμένους, να δούμε την αλήθεια κατάματα και να τους μιμηθούμε.

Όμως, όλα αυτά είναι όσα πρέπει να κάνουμε. Παράλληλα, υπάρχουν αυτά που πρέπει να πάψουμε πια να κάνουμε. Θα σας αναφέρω ενδεικτικά μερικά από αυτά που καλύπτουν μια ατέλειωτη λίστα :

· Πρέπει να αρχίσουμε να λέμε να πράγματα με το όνομά τους σε νευραλγικούς τομείς όπως, για παράδειγμα, ο τουρισμός : να παραδεχθούμε, δηλαδή, ότι έχουμε περισσότερες κλίνες από όσες χρειαζόμαστε και πολύ χαμηλότερης ποιότητας από αυτή που απαιτείται για να δικαιολογήσουμε ποιότητα και υψηλές τιμές ικανές να αντισταθμίσουν το υψηλό λειτουργικό μας κόστος. Ας σταματήσουν τα παράπονα ότι φταίει η κυβέρνηση ή η διαφήμιση ή η Τουρκία…

· Πρέπει να πάψουμε να στηριζόμαστε σε φιλολαϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις με στόχο τη διατήρηση μη ανταγωνιστικών σχημάτων.

· Πρέπει να λάβουμε μέτρα που να αναγνωρίζουν ότι αρκετές από τις υφιστάμενες εταιρείες πρέπει να κλείσουν γιατί δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά και δεν δικαιούνται στήριξης, παρά το γεγονός ότι όλοι εύλογα δεχόμαστε ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας,.

· Πρέπει να παραδεχθούμε ότι ανταγωνιστικότητα σημαίνει να καταφέρνουμε περισσότερα με λιγότερους πόρους, τόσο οικονομικούς όσο και ανθρώπινους. Οι πόροι που θα εξοικονομηθούν θα απορροφηθούν γρήγορα από μια δυναμική και αυτόνομα αναπτυσσόμενη οικονομία. Δεν πρέπει, όμως, να μας απασχολεί η ενδεχόμενη βραχυπρόθεσμη αύξηση της ανεργίας και να μας αναγκάζει να υποθηκεύουμε το μέλλον μας, με πρόσκαιρες παροχές.

· Πρέπει να πάψουμε να παρουσιάζουμε τα εθνικά θέματα ως κομματικά, αλλοιώνοντας έτσι τη σημασία τους. Το ασφαλιστικό που αναμοχλεύεται τελευταία, αποκλειστικά με κομματική χροιά, είναι εθνικό θέμα. Όχι μόνο γιατί είναι αποκλειστικά απόρροια συρροής λαθών από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του τόπου για προσωρινά πολιτικά οφέλη, αλλά και γιατί πράγματι αφορά και πονάει όλους τους έλληνες πολίτες, ανεξάρτητα από πολιτική απόχρωση.

· Πρέπει, τέλος, να πάψουμε να συζητούμε αν θα εργαζόμαστε 39 ή 40 ώρες την εβδομάδα, όταν έχουμε τόσο δρόμο να καλύψουμε , όταν είμαστε τόσο πίσω. Δεν είναι δυνατόν να μη μπορούμε να μεταθέσουμε εύκολα έναν υπάλληλο από τη μια θέση στην άλλη χωρίς προβλήματα ή μετά από ατέλειωτες διαδικασίες και συζητήσεις. Πώς να δεχθώ ότι τέτοιοι κοινωνικοί διάλογοι είναι εποικοδομητικοί; Πώς να μη σκεφθώ ότι οι διάλογοι αυτοί γίνονται για να δικαιολογήσουν την προβολή των διαλεγομένων χωρίς καμιά ουσία για τον άμεσα ενδιαφερόμενο;

Κυρίες και Κύριοι,

Θα πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία, αν θέλουμε να καλύψουμε το χαμένο χρόνο και να ενταχθούμε στην παγκοσμιοποιημένη πλέον οικονομία.

Πραγματικά, τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έκανε μεγάλες προόδους σε όλους τους τομείς – δεν υπάρχει αμφιβολία. Όμως, η πρόοδος αυτή, οφείλουμε να το παραδεχθούμε, δεν έγινε με ίδια μέσα. Εγινε, κυρίως, με επιδοτήσεις και εξωτερικές ενισχύσεις, αλλά δεν καταφέραμε να χρησιμοποιήσουμε τη βοήθεια αυτή για να μπούμε σε μια αυτοδιατηρήσιμη αυτόνομη ανάπτυξη βασισμένη στις ίδιες μας δυνάμεις. Για το λόγο αυτό, χωρίς εσωτερική δυναμική, οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι τόσο ευάλωτοι και το ποσοστό ανεργίας τόσο εύκολα μεταβλητό. Ο δρόμος για ανεξάρτητη αυτόνομη ανάπτυξη περνάει μόνον από την ανταγωνιστικότητα, αν θέλουμε να πάψουμε επιτέλους να υποθηκεύουμε το μέλλον μας. Και ανταγωνιστικότητα για μένα σημαίνει αλλαγή νοοτροπίας, όπου ούτε θα ελπίζουμε από τους άλλους ούτε θα επιρρίπτουμε ευθύνες σε άλλους. Αντίθετα, θα βασιζόμαστε στη δουλειά μας και θα αναλαμβάνουμε την ευθύνη των αποφάσεων μας».



Προτεινόμενα για εσάς


Σχετικά σύμβολα

  • ΕΤΕ



Σχολιασμένα