ΤΗ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ της μακροχρόνιας αποταμίευσης και της ιδιωτικής ασφάλισης για την επίλυση του μεγάλου προβλήματος των ασφαλιστικών υποχρεώσεων επισημαίνει σε μελέτη του το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Η Ελλάδα, η Ιταλία και η Αυστρία κατατάσσονται πρώτες σε όρους επιδείνωσης του ασφαλιστικού προβλήματος, γεγονός που σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ επιβάλλει την άμεση επανεξέταση των συνταξιοδοτικών συστημάτων.
Η δημογραφική ανισορροπία (γήρανση του πληθυσμού, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, χαμηλά επίπεδα γεννητικότητας), το δημόσιο χρέος, τα ελλείμματα στα συνταξιοδοτικά ταμεία και η ανεργία αποτελούν τους βασικούς παράγοντες της ραγδαίας επιδείνωσης του συνταξιοδοτικού προβλήματος το οποίο λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), ο λόγος εξάρτησης της τρίτης ηλικίας αυξάνει κατά μιάμιση φορά στην καλύτερη περίπτωση και υπερδιπλασιάζεται στη χειρότερη. Για την Ελλάδα ο λόγος εξάρτησης από την τρίτη ηλικία εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 61,1 το 2050 από 30,2 το 2000 ενώ οι αντίστοιχοι λόγοι θα φτάσουν στο 69,7 (έναντι 20,7) για την Ιταλία και στο 57,7 (από 26,3) για την Αυστρία.
Παράλληλα, λόγω της ύφεσης που έπληξε ιδιαίτερα τις μεγάλες χώρες κατά την τελευταία διετία, το ποσοστό ανεργίας σημειώνει διεθνώς αυξητικές τάσεις επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο το πρόβλημα. Στην ΕΕ των 15 αν και το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε το 2001 στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας (7,4), η άνοδος του ποσοστού σε 7,7 το 2002 και 8 το 2003, μεσούσης της υφέσεως, είναι σημαντική. Σε ότι αφορά την Ελλάδα, σημειώνει τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης στην ΕΕ15 το 2002 με ποσοστό 56,7%.
Από τη μελέτη του ΙΟΒΕ προκύπτει ότι η άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία καθώς επιδεινώνεται με μεγάλη ταχύτητα και η σημερινή αδράνεια μπορεί να οδηγήσει, ειδικά την χώρα μας, σε αδιέξοδο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα, οι δαπάνες για δημόσιες συντάξεις ανέρχονταν στο 12,6% του ΑΕΠ το 2000 και αναμένεται να αυξηθούν στο 19,6% το 2030 και στο 24,8% του ΑΕΠ το 2050. Με άλλα λόγια το 2030 για κάθε 100 ευρώ που θα παράγει το σύνολο της Ελληνικής οικονομίας, τα 25 περίπου από αυτά θα δαπανώνται για δημόσιες συντάξεις.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της μελέτης οι σύγχρονες τάσεις της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης παγκοσμίως επιβάλλουν τη δημιουργία συστημάτων πολλαπλών λειτουργιών -που ενσωματώνουν αναδιανομή πλούτου, αποταμίευση και ασφάλεια σε επιμέρους διοικητικούς και χρηματοδοτικούς μηχανισμούς ή πυλώνες μέσα από υποχρεωτικά συστήματα ασφάλισης κρατικής και ιδιωτικής διαχείρισης -και προαιρετικά συστήματα ασφάλισης καθαρά ιδιωτικής διαχείρισης. Χαρακτηριστική πάντως είναι η προσπάθεια απεμπλοκής της κρατικής μέριμνας για εξασφάλιση των συντάξεων και προώθησης μορφών χρηματοδότησης περισσότερο κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα και λιγότερο διανεμητικού.
Στις χώρες όπου τα επαγγελματικά ταμεία και η ιδιωτική ασφάλιση έχουν αναπτυχθεί προς αυτή την κατεύθυνση, το φορτίο των δαπανών για τις συντάξεις ως ποσοστό στο ΑΕΠ είναι σαφώς λιγότερο βαρύ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ευρώπη αποτελούν η Σουηδία, η Φιλανδία και η Ολλανδία με μείωση των δαπανών για συντάξεις στο ΑΕΠ από 13.7, 13.8 και 15.0 αντίστοιχα το 1983 στο 11.4, 10.9 και 12.9 το 2001.
Το ασφαλιστικό πρόβλημα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, αναδεικνύει όλες τις κρίσιμες παραμέτρους της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Έτσι η μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να αντιμετωπισθεί ως κατεξοχήν αναπτυξιακό πρόβλημα και όχι ως ‘αριθμητικό’ ή λογιστικό. Θα πρέπει δηλαδή να λάβει υπόψη όχι μόνο τις αλλαγές στις ρυθμίσεις του ίδιου του ασφαλιστικού συστήματος (παραμετρικές), αλλά και τις πιθανές επιπτώσεις σε μεγέθη που δεν συνιστούν μεν τυπικά στοιχεία του ασφαλιστικού συστήματος, επηρεάζουν όμως την πορεία του. Ένα τέτοιο μέγεθος – το σημαντικότερο- είναι η αποταμίευση η οποία επηρεάζει αφενός καθοριστικά τις δυνατότητες του ασφαλιστικού συστήματος, και αφετέρου επηρεάζεται έντονα απ΄ αυτό.
Για το λόγο αυτό, η ενίσχυση της μακροχρόνιας αποταμίευσης, αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντική. Οι λόγοι συνδέονται κυρίως με τη συσσώρευση επαρκών κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση της περιόδου συνταξιοδότησης και των λοιπών ασφαλιστικών αναγκών καθώς και τη δημιουργία αποθεματικών για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου ανεκτού επιπέδου διαβίωσης.
Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι η ενίσχυση της μακροχρόνιας αποταμίευσης πέρα από τη συμβολή της στην ποιότητα ζωής του αποταμιευτή, δρα θετικά και στην εγχώρια οικονομική ανάπτυξη, καθώς η συσσώρευση κεφαλαίων προωθεί την ενίσχυση της κεφαλαιαγοράς και την ανταγωνιστικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Πράγματι, οι αγορές στρέφουν το ενδιαφέρον τους στα εισοδήματα των συνταξιούχων καθώς η επενδυτική δυνατότητα των συνταξιοδοτικών ταμείων ήδη ανέρχεται σε τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το σύνολο των αποθεματικών των ταμείων αυτών ξεπερνά παγκοσμίως τα 35 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αξιοσημείωτο ότι στις Αγγλοσαξονικές χώρες η περιουσία των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμαίνεται από 48% στον Καναδά μέχρι 85% στη Μ. Βρετανία. Στην Ευρώπη υπάρχουν χώρες , όπως η Ολλανδία και η Ελβετία, όπου αυτό το ποσοστό φθάνει το 113 % και το 102% αντίστοιχα. Αντίθετα, η χώρα μας υστερεί απελπιστικά σ΄ αυτόν τον τομέα με ποσοστό μόνο 4%., γεγονός που υποδεικνύει και το μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης του συγκεκριμένου τομέα μ΄ όλες τις θετικές επιδράσεις για την οικονομία και τον συνταξιούχο.
Η σχέση μεταξύ συνταξιοδοτικών συστημάτων κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα και μακροχρόνιας αποταμίευσης κάτω από προϋποθέσεις (εύρωστο και αποτελεσματικό ρυθμιστικό πλαίσιο) προδιαγράφεται θετική. Οι εμπειρικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι στο επίπεδο της μικρότερης οικονομικής μονάδας (του νοικοκυριού) η μακροχρόνια αποταμίευση πράγματι αυξάνεται υπό το καθεστώς συνταξιοδοτικών σχημάτων κεφαλαιοποιητικού τύπου. Σε επίπεδο συνόλου οικονομίας τα αποτελέσματα των σχετικών μελετών υποστηρίζουν ότι η συνεισφορά των συνταξιοδοτικών σχημάτων κεφαλαιοποιητικού τύπου στη συνολική αποταμίευση είναι θετική, αν και διαφοροποιείται μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών (emerging markets), λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε οικονομίας..
Προς την ανάπτυξη των κεφαλαιοποιητικών σχημάτων είναι η πρόθεση για την ανάπτυξη των επαγγελματικών ταμείων στην Ελλάδα (Νόμος Ν 3029/2002). Η θέσπιση των ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης λαμβάνει υπόψη σε γενικές γραμμές την κοινοτική οδηγία 2003/41/ΕΚ βάσει της οποίας αναγνωρίζεται η σπουδαιότητα ύπαρξης επαγγελματικών ταμείων και των όρων λειτουργίας τους. Σημειώνεται ότι παρά την ευρωπαική νομοθεσία και πρακτική ο νόμος αυτός , προς το παρόν δεν δίνει στις ασφαλιστικές εταιρείες τη δυνατότητα άσκησης επαγγελμάτων ασφαλίσεων, με ισοδύναμους όρους.
Πάντως, η ενίσχυση της μακροχρόνιας αποταμίευσης και η επιτυχής εγκαθίδρυση συνταξιοδοτικών συστημάτων κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα στη χώρα μας προϋποθέτει άμεσες και εφικτές αναπροσαρμογές όχι μόνο του νομοθετικού αλλά και του φορολογικού πλαισίου. Επομένως, επιβάλλεται η θεσμοθέτηση φορολογικών κινήτρων που να βασίζονται στο μακροχρόνιο σχεδιασμό και να εστιάζονται στα προϊόντα εκείνα που διασφαλίζουν συσσώρευση κεφαλαίου .
Στη μελέτη του ΙΟΒΕ επισημαίνεται η ανάγκη λήψης πρωτοβουλιών για την υιοθέτηση και ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών συνταξιοδοτικής προστασίας των πολιτών. Η επίσπευση της προσπάθειας αυτής θα προκύψει και μέσα από το ρόλο που η χώρα είναι έτοιμη να αναγνωρίσει στην ιδιωτική ασφάλιση κυρίως μέσω της συμπερίληψης των ασφαλιστικών εταιριών μεταξύ των οργανισμών που μπορούν να ασκούν επαγγελματικές ασφαλίσεις (με όρους και φορολογικά κίνητρα ισοδύναμα με αυτά που δίδονται στους ασφαλισμένους στην περίπτωση των επαγγελματικών ταμείων) αλλά και με την παρότρυνση και διευκόλυνση των πολιτών να στραφούν προς αποταμιευτικά προγράμματα (π.χ. ασφαλιστήρια συμβόλαια).