«Βρισκόμαστε στο στάδιο της αξιολόγησης της Εντολής του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αν και το Πρωτοδικείο απεφάνθη κατά της αίτησης προσωρινών μέτρων της Microsoft, αντλούμε αισιοδοξία από διάφορες παραμέτρους της συζήτησης επί της ουσίας της υπόθεσης από το Δικαστήριο».
Τα παραπάνω αναφέρει σε σημερινή ανακοίνωσή της η Microsoft σχετικά με τη σημερινή απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ολόκληρη η ανακοίνωση της εταιρείας έχει ως εξής:
«Αν και το Δικαστήριο δεν εντόπισε άμεση ανεπανόρθωτη βλάβη από τα προτεινόμενα από την Επιτροπή ένδικα μέσα, αναγνώρισε ότι ορισμένα από τα επιχειρήματα μας επί της ουσίας της υπόθεσης είναι βάσιμα και μπορεί να αποβούν πειστικά όταν αποσαφηνιστούν τα ουσιώδη ζητήματα στο στάδιο της έφεσης.
Παρότι ελπίζαμε ότι το Δικαστήριο θα ανέστελλε κάποια ή όλα τα ένδικα μέσα στην υπόθεση, μας ενθαρρύνει το γεγονός ότι αναγνώρισε πως η Microsoft έχει αρκετά ισχυρά επιχειρήματα που πρέπει να ληφθούν υπ όψιν στην έφεση.
Όπως είπε το Δικαστήριο, η Microsoft θεμελίωσε μία υπόθεση εκ πρώτης όψεως (prima facie) προς υποστήριξη της θέσης μας αναφορικά και με τα δύο κύρια στοιχεία της υπόθεσης.
Ευελπιστούμε ότι τα ζητήματα που επεσήμανε το Δικαστήριο θα προσφέρουν στους αντίδικους την ευκαιρία να συζητήσουν το ενδεχόμενο του συμβιβασμού. Όπως έχουμε ήδη δηλώσει, πιστεύουμε ότι υπάρχουν καλύτεροι τρόποι για να αντιμετωπιστούν τέτοιου είδους περίπλοκα και τεχνικά θέματα, με όσο το δυνατόν λιγότερες επιζήμιες επιπτώσεις στους Ευρωπαίους καταναλωτές και τον ευρωπαϊκό τεχνολογικό τομέα.
Εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως τα ένδικα μέσα της Επιτροπής θα επιφέρουν πολύ λίγα οφέλη για τους ανταγωνιστές και τους καταναλωτές στην Ευρώπη και, στην ουσία, θα βλάψουν πολλούς χρήστες του λειτουργικού συστήματος Windows καθώς και τις χιλιάδες εταιρείες σε όλη την Ευρώπη που έχουν δομήσει τις δραστηριότητες τους στην πλατφόρμα των Windows.
Θεωρούμε πως το ένδικο μέσο που αφορά την αφαίρεση του κώδικα και υποχρεώνει την Microsoft να λανσάρει μία υποβαθμισμένη έκδοση του λειτουργικού συστήματος Windows θα είναι επιζήμιο για τους καταναλωτές και τον ανταγωνισμό, ενώ υπονομεύει την τεχνολογική ολοκλήρωση που έχει αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά της επανάστασης στον τομέα της Τεχνολογίας της Πληροφορικής κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών.
Θα εξετάσουμε προσεκτικά την εντολή πριν αποφασίσουμε ποια θα είναι τα επόμενα βήματα μας, ωστόσο, όπως έχουμε ήδη δηλώσει, θα συμμορφωθούμε απόλυτα με την εντολή του Δικαστηρίου όταν τεθεί σε ισχύ, βάσει σχεδίων εκτάκτου ανάγκης που έχουν συζητηθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Καθώς αυτή η διαδικασία εξελίσσεται, θα εξακολουθήσουμε να αναπτύσσουμε καινοτόμα προϊόντα για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές στην Ευρώπη και παραμένουμε πιστοί στη δέσμευση μας: να συνεργαστούμε με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σε μία σειρά σημαντικών ζητημάτων πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων της διαφύλαξης προσωπικών δεδομένων, της ασφάλειας και της εφαρμογής της τεχνολογίας στην εκπαίδευση.
Όσον αφορά στην ελληνική αγορά, ο κ. Τάσος Παπαργύρης, Διευθύνων Σύμβουλος, Real Consulting δήλωσε: “Η σημερινή απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ξεπερνάει τα μέτρα που χρειάζονται για να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η τοποθέτηση αυτή αντιβαίνει στις αρχές και πρακτικές της Επιτροπής που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, την επένδυση σε ανάπτυξη, έρευνα και καινοτομία και την προστασία των καταναλωτών”.
Από την Computer Project, ο κ. Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Διευθύνων Σύμβουλος, υπογράμμισε: «Οι αρνητικές επιπτώσεις της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα εξαπλωθούν αναπόφευκτα και σε άλλους τομείς, επισκιάζοντας προοπτικές καινοτομίας και γενικά αναχαιτίζοντας την πορεία της Ευρώπης προς το να εξελιχθεί στην πιο δυναμική οικονομία του κόσμου – βασισμένη στην γνώση - μέχρι το 2010, στόχος που συμφωνήθηκε στη Λισαβόνα το 2000.»
Τέλος, ο κ. Θεόδωρος Φέσσας, Πρόεδρος της Info Quest, ανέφερε: “Κοιτώντας μελλοντικά από την σημερινή απόφαση, η Microsoft, ως στενός μας συνεργάτης, μας διαβεβαίωσε ότι επιθυμεί να συνεχίσει να συμβάλει στην ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής οικονομίας και προσβλέπει στην επίλυση της υπόθεσης, συνεργαζόμενη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να συνεχιστεί η προσφορά και συμβολή της αυτή”».