«Η αριθμητική του χρέους είναι αδυσώπητη», τόνισε ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, εκτιμώντας ότι «αναγκαστικά θα τεθεί ζήτημα αναδιάρθρωσης».
Μιλώντας στο Star, ο κ. Λιαργκόβας προειδοποίησε ότι «αν δεν λυθεί ο γόρδιος δεσμός του χρέους θα κρέμεται από πάνω μας σαν δαμόκλειος σπάθη» και υπογράμμισε την ανάγκη λήψης μέτρων ώστε να μην έχουμε μπροστά μας συνεχώς αυτό το πρόβλημα.
«Μέτρα για την ελάφρυνση των ροών, δηλ. των τόκων που πληρώνουμε μπορούν να ληφθούν, είτε με μείωση των επιτοκίων είτε παράταση της αποπληρωμής, αλλά δεν επαρκούν», υποστήριξε και πρόσθεσε πως «πρέπει να αγγίξουμε και το απόθεσμα του χρέους».
«Ό,τι και να κάνουμε στην επιμήκυνση, το χρέος είναι τόσο μεγάλο που θα εμποδίζει κάθε επενδυτική προσπάθεια...αναγκαστικά θα τεθεί ζήτημα αναδιάρθρωσης», είπε.
Σε αυτό το πλαίσιο εκτίμησε πως ίσως υπάρξει ένα μίγμα μέτρων που θα περιλαμβάνουν και μέτρα ανακούφισης πληρωμών και μέτρα ανακούφισης ως προς την πλευρά του αποθέματος.
Ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής παραδέχθηκε ότι είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα γιατί οποιαδήποτε αναδιάρθρωση θα αφορά περισσότερο τους ξένους, ωστόσο επισήμανε πως είναι θέμα διαπραγμάτευσης και εκτίμησε ότι σε συνεργασία με τους εταίρους στην ευρωζώνη θα βρεθεί λύση.
«Θα χρειαστούμε νέα δανειακή σύμβαση»
Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό κενό για το 2014, δήλωσε ότι θα χρειαστεί πρόσθετη χρηματοδότηση από εξωτερικούς πόρους και νέα δανειακή σύμβαση, ενώ για το ενδεχόμενο λήψης νέων μέτρων είπε πως είναι θέμα της διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών.
Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ανάλογες διαπιστώσεις περιλαμβάνει και η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής με τίτλο «Το δημόσιο χρέος μετά το τέλος του "μνημονίου"».
Όπως επισημαίνεται, η τρέχουσα δανειακή σύμβαση με την τρόικα με όρους που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο λήγει το 2014. Τότε θα καταβληθεί η τελευταία δόση. Από το β΄ εξάμηνο 2014 οι πόροι που διαθέτει η χώρα δεν θα επαρκούν για να καλύψει τις υποχρεώσεις προς πληρωμή των τόκων για τα δάνεια που έχει λάβει.
Ειδικότερα, δεν θα επαρκεί το πρωτογενές πλεόνασμα (=περίσσευμα φόρων πάνω από τις δαπάνες) για την πληρωμή των τόκων. Επίσημα το δημοσιονομικό κενό υπολογίζεται με βάση την τρέχουσα πολιτική προσαρμογής. Αν η τελευταία αλλάξει, π.χ. αν αυξηθούν οι κοινωνικές δαπάνες, τότε ceteris paribus το κενό γίνεται μεγαλύτερο και μαζί του οι δανειακές ανάγκες. Το ίδιο ισχύει αν υπάρξει υστέρηση των φορολογικών εσόδων.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το ΔΝΤ προβλέπει ένα δημοσιονομικό κενό 4,4 δισ. ευρώ προς τα τέλη 2014 και επιπλέον 6,5 δισ. ευρώ το 2015, συνολικά 11 δισ. ευρώ, ενώ η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι το κενό είναι μικρότερο, ελπίζοντας ότι θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 2,83 δισ. ευρώ.
Ωστόσο επισημαίνεται ότι όπως και να διαμορφωθεί τελικά, το «κενό» θα πρέπει να καλυφθεί, «πράγμα που μπορεί να γίνει με νέο δανεισμό, μείωση των επιτοκίων και νέα μέτρα ή με έναν συνδυασμό όλων αυτών», με την κυβέρνηση να αποκλείει νέα μέτρα.
«Η Ελλάδα δεν θα είναι εύκολο να δανεισθεί με λογικούς όρους από τις αγορές για να καλύψει το κενό αυτό, δηλαδή να πληρώσει τους τόκους και να αποπληρώσει ληξιπρόθεσμα δάνεια», εκτιμούν οι συντάκτες της έκθεσης και συνεχίζουν:
«μια συμφωνία για νέα δάνεια στήριξης ή και άλλες διευκολύνσεις (μείωση επιτοκίων κλπ) είναι η πιθανότερη λύση με τα σημερινά δεδομένα. Προβλέπονται άλλωστε στη δήλωση της Ευρωομάδας. Επίσης και συναφώς, η ελληνική πλευρά εξετάζει το ενδεχόμενο να καλύψει μέρος του δημοσιονομικού κενού με διάφορους τρόπους εκτός δανεισμού από τους εταίρους, ένας από τους οποίους είναι η προσφυγή στις "αγορές". Η τρόικα για τους δικούς της λόγους την παρακινεί προς αυτή την κατεύθυνση».
Ωστόσο, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, εκτιμά ότι «μια νέα δανειακή σύμβαση για το κλείσιμο του δημοσιονομικού κενού δίνει μόνον προσωρινή λύση για ένα- δύο χρόνια και αναβάλλει την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος που είναι ο όγκος του δημοσίου χρέους της χώρας».
Για την επεξεργασία των προτάσεών του, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής λαμβάνει ως βασική παραδοχή ότι «το χρέος (και ο λόγος χρέους) δεν πρόκειται να τεθεί σε τροχιά μείωσης και να γίνει "βιώσιμο" ως το 2020 ή 2022 αποκλειστικά με εθνικές προσπάθειες αποταμίευσης (=δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων και ιδιωτικοποιήσεις), χωρίς οποιαδήποτε αναδιάρθρωση (=νέο "κούρεμα") ή και αναδιάταξη (=επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής χρεών) και άλλες διευκολύνσεις».
Σύμφωνα με την έκθεση, «η εξυπηρέτηση του χρέους ώστε να γίνει βιώσιμο μόνο με τις δικές μας δυνάμεις προϋποθέτει έναν συνδυασμό ρυθμών μεγέθυνσης και πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια που όμως δεν είναι ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι θα επιτευχθούν. Θα προϋπέθετε επίσης δυνατότητα αναχρηματοδότησης από τις αγορές με ανεκτούς όρους».
Η έκθεση καταλήγει παραθέτοντας εναλλακτικά σενάρια για τη μείωση του χρέους, συμπεριλαμβανομένων της μείωσης επιτοκίων και επέκτασης χρονικής διάρκειας, της αμοιβαιοποίησης μέρους του χρέους (ευρωομόλογα) και της διαγραφής μέρους αυτού.