Η νέα κλαδική μελέτη της ICAP για τα χρώματα-βερνίκια οικοδομής και επιπλοποιΐας

Τετάρτη, 29 Ιανουαρίου 2003 10:38

Κυκλοφόρησε από τη διεύθυνση Μελετών Οικονομικού Περιβάλλοντος της ICAP, η νέα έκδοση της μελέτης του κλάδου χρωμάτων-βερνικιών οικοδομής και επιπλοποιΐας.

Ειδικότερα εξετάζονται τα πλαστικά χρώματα, τα τσιμεντοχρώματα, τα μονωτικά-ρελιέφ-υποστρώματα ως μία κατηγορία, τα βερνικοχρώματα και τα υποστρώματά τους ως δεύτερη, τα βερνίκια, οι λάκκες και τα υποστρώματά τους ως τρίτη και τέλος τα διαλυτικά και στεγνωτικά χρωμάτων.

Μεγάλη είναι η ποικιλία πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή χρωμάτων και βερνικιών. Ενδεικτικά αναφέρονται οι χρωστικές ουσίες (πιγμέντα), οι ρητίνες ή φορείς, τα γεμιστικά (fillers), οι διαλύτες και τα πρόσθετα. Οι βασικές πρώτες ύλες, με εξαίρεση τις συνθετικές ρητίνες, το πολυβινύλ ασεσάτ (PVC) και το πολυστιρένιο, προέρχονται από το εξωτερικό.

Η ζήτηση χρωμάτων-βερνικιών επηρεάζεται από την εξέλιξη της κατασκευαστικής δραστηριότητας, καθώς και από την επισκευή-ανακαίνιση των κατοικιών, τάση η οποία εμφανίζεται εντονότερη ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, τη ζήτηση των εξεταζομένων προϊόντων επηρεάζει η υλοποίηση δημοσίων έργων και το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων καταναλωτών, ενώ η εξέλιξη του κλάδου επιπλοποιΐας συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη του κλάδου των βερνικιών, αφού το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους απορροφάται στην κατασκευή επίπλων.

Ο παραγωγικός τομέας χρωμάτων-βερνικιών στη χώρα μας εμφανίζει σημαντικό βαθμό ανομοιογένειας ως προς τη διάρθρωσή του. Συγκεκριμένα, υπάρχουν οι μεγάλου μεγέθους μονάδες παραγωγής, οι οποίες διαθέτουν σύγχρονες εγκαταστάσεις, αυτοματισμό, τμήματα έρευνας και ανάπτυξης που συνεργάζονται με οίκους του εξωτερικού για την απόκτηση τεχνογνωσίας και από την άλλη πολλές μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού και έλλειψη οργάνωσης και υποδομής.

Οι μικρές αυτές μονάδες είναι βιοτεχνικού κυρίως χαρακτήρα, ενώ οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται στην επαρχία και διαθέτουν τα προϊόντα τους στις τοπικές αγορές.

Η εγχώρια παραγωγή χρωμάτων και βερνικιών οικοδομής και επιπλοποιΐας σημείωσε άνοδο την περίοδο 1996-2001, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης περίπου 4,1%, ενώ το 2002 προβλέπεται περαιτέρω άνοδος κατά 3% σε σχέση με το 2001.

Η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση χρωμάτων-βερνικιών οικοδομής και επιπλοποιΐας ακολούθησε ανοδική πορεία την ίδια περίοδο, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,7%, ενώ το 2002 προβλέπεται περαιτέρω αύξηση κατά 2,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας κατανάλωσης το 2001, όπως φαίνεται στο διάγραμμα που ακολουθεί, κάλυψε η κατηγορία «πλαστικά-ρελιέφ τσιμεντοχρώματα-μονωτικά και υποστρώματα», το μερίδιο της οποίας ανήλθε σε 65,3%. Ακολούθησαν τα «βερνικοχρώματα και υποστρώματα» με μερίδιο της τάξεως του 17%, ενώ τα μερίδια των κατηγοριών «βερνίκια-λάκκες και υποστρώματα» και «διαλυτικά χρωμάτων-στεγνωτικά» διαμορφώθηκαν σε 10,5% και 7,4% αντίστοιχα, το ίδιο έτος.

Η βιομηχανία χρωμάτων έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια στον ευρωπαϊκό χώρο, τόσο σε επίπεδο μικρών και μικρομεσαίων βιομηχανιών, όσο και σε επίπεδο πολυεθνικών επιχειρήσεων.

Ταυτόχρονα, σημαντικές επενδύσεις πραγματοποιούνται σε προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης, καθώς και σε νέο εξοπλισμό, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι αυξανόμενες ανάγκες των καταναλωτών, να βελτιωθεί η ποιότητα των παραγομένων προϊόντων και να γίνουν περισσότερο φιλικά προς το περιβάλλον.

Περίπου το 50% της συνολικής ευρωπαϊκής αγοράς χρωμάτων καλύπτουν τα χρώματα και τα βερνίκια οικοδομής, ενώ το υπόλοιπο αφορά τα χρώματα που προορίζονται για τη βιομηχανία (χρώματα αυτοκινήτων, τρένων, λεωφορείων, αεροπλάνων, ναυτιλιακά, επιπλοποιίας, κ.λπ.).



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα