Η χθεσινή είδηση αναφέρει ότι το ΣΔΟΕ έκανε 1.465 ελέγχους μέσα σε ένα δεκαήμερο, σε διάφορες τουριστικές περιοχές της χώρας, και διαπίστωσε σωρεία φορολογικών παραβάσεων, καταγράφοντας σε ορισμένες περιπτώσεις παραβατικότητα που φθάνει έως και το 85%.
«Και τι έγινε;», θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος. Μήπως η δραστηριότητα αυτή των ελεγκτικών Αρχών θα οδηγήσει σε θεαματική αύξηση των δημοσίων εσόδων σε βαθμό που δεν θα χρειαστεί να ψάχνουμε διορθωτικές δημοσιονομικές κινήσεις; Μήπως οι εκατοντάδες χιλιάδες άλλες τουριστικές μικροεπιχειρήσεις ανά τη χώρα, που δεν ελέγχθηκαν, θα συμμορφωθούν ως προς την τήρηση της φορολογικής νομιμότητας; Μήπως οι ίδιες οι επιχειρήσεις, που συνελήφθησαν να παρανομούν, θα βαδίσουν στο εξής στο δρόμο της φορολογικής αρετής;
Προφανώς, τίποτε από αυτά δεν πρόκειται συμβεί. Αν πράγματι μπορούσε η συγκεκριμένη μεθοδολογία ελέγχου να αποδώσει, θα το είχε ήδη κάνει. Τα συνεργεία του ΣΔΟΕ «αρμενίζουν» στις ελληνικές θάλασσες εδώ και μήνες, εντοπίζουν παραβατικές συμπεριφορές και κόβουν πρόστιμα, χωρίς να παρατηρείται καμία αλλαγή συμπεριφοράς. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και πέρυσι και την προπερασμένη χρονιά και πολλά χρόνια πίσω. Οι περιφερόμενοι ελεγκτές αποτελούν πλέον εποχικό στερεότυπο, όπως τα μελτέμια του Αιγαίου, που έρχονται και φεύγουν χωρίς να μένει τίποτα.
Γιατί, λοιπόν, επιμένουμε σε αυτήν τη διαδικασία; Μήπως γιατί βολεύει τον ίδιο το μηχανισμό να λειτουργεί έτσι αναποτελεσματικά ή μήπως γιατί και οι πολιτικοί προϊστάμενοι του ελεγκτικού μηχανισμού βολεύονται να επιδεικνύουν δήθεν έργο και να προκαλούν εντυπώσεις ακατάπαυστης εργασίας εκεί όπου στην πραγματικότητα συντηρείται η απραξία;
Κάποτε θα πρέπει να σταματήσει αυτή η κωμική προσέγγιση που διασύρει τη διαδικασία, τους ελεγκτές, το ίδιο το κράτος και, τελικά, συναντά αποδοκιμασία και από το ευρύ κοινό. Αλήθεια, πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα, όταν η παραβατικότητα που διαπιστώνεται φθάνει στο 90% ή και στο 100%;
Στα οργανωμένα κράτη, που σέβονται τον εαυτό τους και τους πολίτες τους, η σύλληψη της φοροδιαφυγής επιτυγχάνεται με τη διασταύρωση των περιουσιακών στοιχείων, τον έλεγχο των τραπεζικών καταθέσεων, την τεκμηρίωση του κόστους διαβίωσης και άλλα σύγχρονα μέσα, τα οποία επί δεκαετίες αγνοούμε επιδεικτικά. Το ελληνικό περιουσιολόγιο έχουμε αρχίσει να το συζητάμε μόλις πριν από δύο χρόνια, αλλά ακόμη παραμένει στην προετοιμασία.
Εν τω μεταξύ, σε μια χώρα που δεν έχει καταφέρει ακόμη να διασταυρώσει τους κατόχους αυτοκινήτων και τους κατόχους σκαφών με τις φορολογικές τους δηλώσεις, επιμένουμε να ισχυριζόμαστε ότι το πρόβλημα της φοροδιαφυγής θα λυθεί, αν «συλλάβουμε» μια ντοματοσαλάτα που «κυκλοφορεί» χωρίς απόδειξη;
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]