Ιδιαίτερες προοπτικές διείσδυσης στην κινεζική αγορά διαφαίνονται για το ελληνικό κρασί, το οποίο σήμερα καταλαμβάνει τη 17η θέση σε επίπεδο εξαγωγών.
Οπως αναφέρεται σε σχετική έρευνα αγοράς για το κρασί στη Λ.Δ. Κίνας του γραφείου οικονομικών και εμπορικών υποθέσεων της πρεσβείας της Ελλάδας στο Πεκίνο, που υπογράφουν ο κ. Δ. Θωμόπουλος, γραμματέας ΟΕΥ Β' και Εμ. Στάντζος, γενικός σύμβουλος ΟΕΥ Β', «η αγορά κρασιού στη Λ.Δ. Κίνας είναι μία από τις δυναμικότερες και συγκαταλέγεται πια στις 5 μεγαλύτερες αγορές του κόσμου.
Είναι δεδομένο ότι η κινεζική αγορά θα καταστεί κάποια στιγμή (όχι στο άμεσο μέλλον) η μεγαλύτερη αγορά κρασιού στον κόσμο.
Είναι επίσης αυτονόητο ότι ο ελληνικός οίνος μπορεί να βελτιώσει τη θέση του στην κινεζική αγορά τόσο σε απόλυτα νούμερα όσο και σε μερίδιο αγοράς».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 17η θέση στις εξαγωγές εμφιαλωμένου κρασιού με εξαγωγές 491.946 λίτρα, αξίας 2.224.536 δολαρίων, περί το 1,6 εκατ. ευρώ (στοιχεία Γ.Δ. Τελωνείων, Λ.Δ. Κίνας, 2012).
H μέση τιμή για τα ελληνικά κρασιά υπολείπεται κατά περίπου 0,65 δολάρια Αμερικής μέσης τιμής του συνόλου των κινεζικών εισαγωγών (4,52 δολ. έναντι 5,17 δολ.), ενώ σε σχέση με το 2011 υπήρξε σημαντική μείωση του όγκου πωλήσεων ελληνικών κρασιών κατά 22%, που αντισταθμίστηκε από την άνοδο της μέσης τιμής κατά 29%.
Ηγέτης στις εξαγωγές κρασιού προς την Κίνα είναι η Γαλλία με μερίδιο 53%, ακολουθούμενη από την Αυστραλία, τη Χιλή, την Ισπανία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότιο Αφρική.
Περίπου 80% της κατανάλωσης κρασιού σε όγκο και 56% σε αξία καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή, ενώ το υπόλοιπο μοιράζεται μεταξύ περίπου 70 προμηθευτριών χωρών.
Η μέση ετήσια κατανάλωση κρασιού στη Λ.Δ. Κίνας είναι 1,4 λίτρα, όταν στη Γαλλία, την Ιταλία και την Πορτογαλία είναι περίπου 50 λίτρα, στις ΗΠΑ 15 λίτρα, στην Αυστραλία 25 λίτρα και στην Ελλάδα περίπου 30 λίτρα (στ. Euromonitor International και για την Ελλάδα: ΚΕΟΣΟΕ).
Σε αυτό το πλαίσιο έρευνα επισημαίνει ότι «η εκπόνηση ενός στρατηγικού σχεδίου για την προώθηση του ελληνικού οίνου στη Λ.Δ. Κίνας ή ακόμη και το σχέδιο εισόδου ενός μεμονωμένου παραγωγού θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες της αγοράς (λ.χ. προτίμηση στο κόκκινο κρασί, σημασία καλών διαπροσωπικών σχέσεων με διανομέα, κουλτούρα του δώρου κ.λπ.) και να έχει μακροπρόθεσμο ορίζοντα, δίνοντας κυρίως βαρύτητα στη διαφοροποίηση του προϊόντος μέσω, κατ’ αρχάς, του εθνικού branding και κατά δεύτερον του προϊόντος (ποικιλία)».
Εθνικό πλεονέκτημα
Συγκεκριμένα, η έρευνα υπογραμμίζει ότι «το εθνικό branding αποτελεί το θεμέλιο λίθο για την είσοδο στην κινεζική αγορά.
Οι Κινέζοι καταναλωτές αγοράζουν, στη συντριπτική πλειονότητά τους, ένα μπουκάλι κρασί με γνώμονα πρώτα την τιμή (χαμηλά εισοδήματα: φθηνό, υψηλά εισοδήματα: ακριβό) και μετά τη χώρα (ή την περιοχή) παραγωγής.
Αλλωστε, στα Wine Lists των ξενοδοχείων και high-end εστιατορίων τα κρασιά ταξινομούνται ανά χώρα και όχι ανά ποικιλία ή τιμή. Η γνώση και ο σεβασμός της ιστορίας και του πολιτισμού μας από τους Κινέζους αποτελεί κατ' αρχήν ένα θετικό στοιχείο».
Εξάλλου, δεδομένου ότι οι Κινέζοι έχουν συνδέσει τα ευρωπαϊκά κρασιά, κυρίως, με τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, τα ελληνικά κρασιά θα πρέπει να προβάλουν την ιδιαιτερότητά τους σε σχέση με αυτά, που είναι η χρήση τοπικών ποικιλιών.
Η στρατηγική εστίασης σε γηγενείς ποικιλίες (ξινόμαυρο, ασσύρτικο, μοσχοφίλερο και αγιωργίτικο) μπορεί να αποδώσει σημαντικά οφέλη στην κινεζική αγορά, στρατηγική, όμως, που προϋποθέτει στοχευμένες προωθητικές ενέργειες».
Αύξηση
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΚΕΟΣΟΕ, για το 2012 συνολικά οι εξαγωγές ελληνικού οίνου σε όγκο αυξήθηκαν κατά 1% σε χώρες της Ε.Ε και 1,3% σε τρίτες χώρες, έναντι του 2011 στα 344.215 λίτρα.
Σε επίπεδο αξίας αντίστοιχα η αύξηση προς τις χώρες της Ε.Ε. ήταν οριακή στο 0,1%, ενώ στις τρίτες χώρες σημειώθηκε σημαντική άνοδος κατά 27,5%.
Συνολικά η αξία των εξαγωγών οίνου το 2012 διαμορφώθηκε στα 66,2 εκατ. ευρώ ενισχυμένη κατά 6,4%.