Πριν από λίγες ημέρες «έκλεισε» στο Λουξεμβούργο η πολιτική συμφωνία των Ευρωπαίων υπουργών Γεωργίας για τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, ενσωματώνοντας στο τελικό της κείμενο πολλές από τις προτάσεις που υποστήριξε ο έλληνας υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Αθανάσιος Τσαυτάρης.
Ασφαλώς, διατάξεις όπως η διατήρηση του ύψους των κονδυλίων που θα διαχειριστεί η Ελλάδα γύρω στα 20 δισ., η αύξηση στο 8% του ποσοστού των μη συνδεδεμένων επιδοτήσεων, η αποσαφήνιση του ορισμού των βοσκοτόπων, η εναλλαγή των καλλιεργειών μπορούν να πιστωθούν στην ελληνική πλευρά. Το ερώτημα όμως είναι πολύ συγκεκριμένο: Θα μπορέσει η νέα ΚΑΠ να αποτελέσει μια ουσιαστική ευκαιρία για την ελληνική αγροτική οικονομία;
Εύκολη και οριστική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί ή τουλάχιστον δεν υπάρχει μονοσήμαντη προσέγγιση που να εξασφαλίζει την ευθεία σύνδεση της ανάκαμψης του ελληνικού αγροτικού τομέα μόνο με την ΚΑΠ. Ούτως ή άλλως ο στόχος της ανάδειξης της ελληνικής αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής σε έναν από τους κεντρικούς άξονες στους οποίους οφείλει να στηριχθεί το νέο ελληνικό παραγωγικό μοντέλο, δεν επιτυγχάνεται μόνο με το συγκεκριμένο τρόπο.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την επίτευξή του είναι ευρύτερης προέλευσης και εμπλέκουν πολλά μέσα και πηγές άσκησης πολιτικής, εκτός της χώρας μας, αλλά κυρίως εντός αυτής. Ομως, η κατάλληλη χρήση των κονδυλίων που αναλογούν στη χώρα μας μέσω της ΚΑΠ, όπως αυτά διαμορφώθηκαν τελικά μέσω και των ελληνικών προτάσεων, θα διευκολύνει σημαντικά τη διαδικασία αναδόμησης του ελληνικού αγροτικού τομέα προς μορφές εκμεταλλεύσεων που θα εξασφαλίσουν διαρκή και μόνιμη ανάπτυξη στηριζόμενη στις νέες συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς.
Εχουν γίνει αναλυτικές και εξαντλητικές αλλά όχι διεξοδικές συζητήσεις και έχει ασκηθεί έντονη κριτική σχετικά με το αν και κατά πόσο η αγροτική πολιτική που έχει ασκηθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει επηρεάσει αρνητικά την εξέλιξη της ελληνικής αγροτικής οικονομίας.
Το βέβαιο είναι ότι, στα χρόνια που η χώρα μας είναι μέλος της Ενωσης, ο αγροτικός τομέας έχει γίνει δέκτης κοινοτικών κονδυλίων σημαντικού ύψους που διαχύθηκαν στην ελληνική περιφέρεια. Ταυτόχρονα, όμως, ελάχιστα μπορούμε να καυχηθούμε, στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής αγροτικής οικονομίας, καθώς μάλιστα πολλοί επιμέρους κλάδοι του τομέα έγιναν ελλειμματικοί.
Οι ανάγκες που καθορίζονται από τις παγκόσμιες τάσεις αλλά και την κρίση που υφίσταται η χώρα μας έχουν αλλάξει τις προτεραιότητες και τις αξιολογήσεις του επιδιωκόμενου παραγωγικού μοντέλου και τη στάθμιση σε αυτό της αγροτικής συμμετοχής. Την επίτευξη της αναδιάρθρωσης αυτής δεν μπορεί να μας την εξασφαλίσει η ΚΑΠ, αν δεν την επιδιώξουμε με συνέπεια, συνέχεια και αποφασιστικότητα από εδώ και στο εξής.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]