Ο έντονος ανταγωνισμός εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των εμπορικών σημάτων, καθώς και η απουσία εγχώριας παραγωγής, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις συναρμολόγησης, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά του κλάδου ρολογιών στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με κλαδική μελέτη της Icap, η αξία κατανάλωσης των ρολογιών σημείωσε ιδιαίτερη αύξηση στη δεκαετία του 1990 μέχρι και το 1999 εξαιτίας του γενικότερου ευνοϊκού οικονομικού κλίματος, της μείωσης των δασμών και του έντονου ανταγωνισμού, ο οποίος κατέστησε τις τιμές ελκυστικές στον καταναλωτή.
Ωστόσο, από τις αρχές του 2000 παρατηρείται κάμψη στην εγχώρια αγορά που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην οικονομική κατάσταση.
Σύμφωνα με τη λιανική τιμή πώλησης, το 2002 τα ρολόγια χειρός με τιμή έως 150 ευρώ κάλυψαν το 72,7% των πωλήσεων και το 15-20% της αξίας. Τα ρολόγια με τιμή 150-600 ευρώ κατέλαβαν το 16,4% της διατεθείσας ποσότητας και το 10-15% της αξίας. Τα προϊόντα με τιμή 600 - 1.700 ευρώ απέσπασαν αντίστοιχα μερίδια 8,6% και 25-30%. Τα ρολόγια με υψηλότερη τιμή των 1.700 ευρώ, ενώ αντιπροσώπευαν το 2,3% της ποσότητας πωλήσεων, κάλυψαν το 40-45% της συνολικής αγοράς σε αξία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις εκπροσώπων του κλάδου, το 2003 η κατανάλωση ρολογιών χειρός προβλέπεται να κυμανθεί στα ίδια επίπεδα με το 2002 βάσει αξίας, ενώ η αντίστοιχη ποσότητα αναμένεται να εμφανίσει μείωση 5%. Ωστόσο εκφράζεται αισιοδοξία για βελτίωση του κλίματος το 2004, λόγω του αυξημένου αριθμού τουριστών που αναμένεται να εισέλθει στην χώρα μας εξαιτίας των Ολυμπιακών Αγώνων.