Αναπτυξιακή πολιτική ακολουθεί η μία στις τέσσερις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, ενώ ο δείκτης εμπιστοσύνης, όπως τον διαμορφώνει η Εθνική Τράπεζα σε έρευνα που εκπονεί ανά εξάμηνο στις επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής, σημειώνει άνοδο, αν και παραμένει σε αρνητικό επίπεδο.
Την ίδια στιγμή, πάντως, για δύο στις τέσσερις η επιβίωση είναι πρωταρχικός σκοπός. Η εξαμηνιαία έρευνα συγκυρίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που πραγματοποιεί η Εθνική Τράπεζα, υπό την εποπτεία του γενικού διευθυντή Στρατηγικής και Δραστηριοτήτων Εξωτερικού Παύλου Μυλωνά και του γενικού διευθυντή Λιανικής Τραπεζικής Ανδρέα Αθανασόπουλου, δείχνει και τις δύο όψεις της επιχειρηματικότητας αυτή τη στιγμή στο κομμάτι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αντιμετώπιση της κρίσης
Οπως επισημαίνεται, οι ελληνικές ΜμΕ δείχνουν να προσαρμόζονται όλο και περισσότερο στις νέες δυσμενείς συνθήκες της οικονομίας, υιοθετώντας διαρθρωτικά μέτρα αντιμετώπισης των συνθηκών μειωμένης ζήτησης. Το 51% των επιχειρήσεων έχει ήδη προβεί σε μειώσεις προσωπικού έναντι μόλις του 18% το 2009, ενώ το 17% αυτών δηλώνει ότι έχει προχωρήσει σε κλείσιμο καταστημάτων έναντι του οριακού 1% το 2009. Στο πλαίσιο αυτό, οι βραχυπρόθεσμες στρατηγικές για την πλειοψηφία παραμένουν περιοριστικές: το 21% εκτιμά ότι θα μειώσει τις επενδύσεις του μέσα στο επόμενο εξάμηνο, ενώ ποσοστό της τάξης του 30% δηλώνει ότι θα περιορίσει μελλοντικά την απασχόληση στην επιχείρηση στο ίδιο διάστημα.
Αναπτυξιακή πολιτική
Την ίδια στιγμή, όμως, καταγράφεται αύξηση, από το 23% στις αρχές του 2012 στο 26% στα τέλη του ίδιου έτους, στο ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι ακολουθούν αναπτυξιακή πολιτική, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινείται η άνοδος του δείκτη εμπιστοσύνης, παρότι παραμένει αρνητικός, σημείωσε άνοδο τους τελευταίους μήνες του 2012, κυρίως στους κλάδους της εξαγωγικής βιομηχανίας και του τουρισμού. Συγκεκριμένα, αν και το κομμάτι των προσδοκιών παρέμεινε σταθερό διαχρονικά, το κομμάτι αξιολόγησης της τρέχουσας ζήτησης βελτιώθηκε, καθώς, για παράδειγμα, αύξηση της ζήτησης δήλωσε το 13% των ΜμΕ έναντι 11% στο πρώτο εξάμηνο του 2012.
Η ρευστότητα
Εύλογα, η έλλειψη ρευστότητας αποτελεί έντονο πρόβλημα για το 40%, καθώς, αφενός, την τελευταία διετία οι καθυστερήσεις εισπράξεων από πελάτες έχουν αυξηθεί κατά επτά ημέρες, ενώ οι πληρωμές προς προμηθευτές γίνονται συντομότερα κατά 21 ημέρες, και, αφετέρου, η χρήση μεταχρονολογημένων επιταγών συνεχώς περιορίζεται και αντιστοιχεί στο 35% των συναλλαγών των ΜμΕ στα τέλη του 2012, από 57% το 2009. Οι συνθήκες ρευστότητας καθιστούν σημαντικό να προωθηθούν άμεσα και αποτελεσματικά τα προγράμματα στήριξης της ρευστότητας των ελληνικών ΜμΕ, από την ΕΤΕπ και το ΕΤΕΑΝ μεταξύ άλλων, επισημαίνεται από την Εθνική Τράπεζα.
Οι εξαγωγές
Εκτενής αναφορά γίνεται στην έρευνα της Εθνικής, η οποία, σημειωτέον, πήρε δείγμα 1.000 εταιρειών ώστε να υπάρχει αντιπροσωπευτικότητα, στις εξαγωγές που έχουν ήδη μεγάλη σημασία για τις ΜμΕ, ενώ είναι αυξημένα τα περιθώρια περαιτέρω διείσδυσης των προϊόντων τους στις αγορές του εξωτερικού.
Στην Ελλάδα, οι ΜμΕ συνεισφέρουν το 35% των εξαγωγών, έναντι 24% για τις ευρωπαϊκές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Βάσει της έρευνας της Εθνικής, σχεδόν το ένα τρίτο των ΜμΕ δραστηριοποιείται στο εξωτερικό και το 55% αυτών εξάγει άνω του 10% των πωλήσεων. Συνολικά, οι πωλήσεις εκτός Ελλάδας καλύπτουν το 23% του κύκλου εργασιών των εξωστρεφών εταιρειών.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα των μεσαίων επιχειρήσεων αφορά τη δυνατότητα της επιτυχούς δραστηριοποίησής τους στο εξωτερικό, καθώς το 42% των μεσαίων επιχειρήσεων εξάγουν, έναντι 17% των μικρών. Καθώς διαπιστώνεται δυσκολία πρόσβασης των μικρών επιχειρήσεων στα κανάλια διανομής, το 45% δηλώνει ότι το Διαδίκτυο είναι ο κύριος τρόπος πωλήσεών τους στο εξωτερικό.
Η ΝΑ Ευρώπη, και κυρίως η Κύπρος και η Βουλγαρία, αποτελεί τη δημοφιλέστερη αγορά για τις εξαγωγές των ΜμΕ για το 64% των επιχειρήσεων εν μέρει λόγω χαμηλότερου ανταγωνισμού. Ακολουθεί η Δυτική Ευρώπη, κυρίως Γερμανία και Ιταλία. Υπογραμμίζουμε ότι αρκετές ΜμΕ ξεκινούν την εξαγωγική τους δραστηριότητα από λιγότερο ανταγωνιστικές αγορές της ΝΑ Ευρώπης ως ενδιάμεσο βήμα και στη συνέχεια κατευθύνονται στις αναπτυγμένες αγορές της Δυτικής Ευρώπης.