Η μέση ετήσια επίδραση της ολυμπιακής διοργάνωσης στο ΑΕΠ της χώρας, την περίοδο πριν από τους Αγώνες εκτιμάται ότι θα κυμανθεί από 0,45% έως 0,55%, ενώ το 2004, από 0,93 έως 1,34%.
Οι εκτιμήσεις για τη θετική επίδραση στην ιδιωτική κατανάλωση κυμαίνονται στην προ των Αγώνων περίοδο από 0,29% έως 0,34%, για το έτος των Αγώνων από 0,54% έως 0,70% και για την περίοδο μετά τους Αγώνες (με προοπτική έως το 2010) από 0,11% έως 0,27%.
Αυτά ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος της «Αθήνα 2004» Ιωάννης Σπανουδάκης κατά τη σημερινή ομιλία του στη Συνδιάσκεψη των υπουργών Αθλητισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο Ζάππειο.
Για τη σχέση των οικονομικών μεγεθών της χώρας με εκείνα της ολυμπιακής διοργάνωσης ανέφερε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τις υπηρεσίες διατροφής, για τις οποίες η δαπάνη έχει προσδιοριστεί στα 45-50 εκ. ευρώ –ποσοστό μεγαλύτερο του 20% του συνολικού τζίρου της ελληνικής αγοράς υπηρεσιών διατροφής το 2001, μεγαλύτερο του συνολικού κύκλου εργασιών του βιομηχανικού catering και ελάχιστα μικρότερο του αεροπορικού catering στη χώρα μας.
Η σχέση αυτή, σημείωσε, δείχνει «την αναγκαιότητα συνεργασίας των ελληνικών με ξένες επιχειρήσεις για την επιτυχή εκπλήρωση του έργου και παραπέμπει έτσι και στις μεταολυμπιακές ωφέλειες που θα αντλήσουν οι κλάδοι της οικονομίας με άμεση συμμετοχή στο Ολυμπιακό εγχείρημα».
Τέλος, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας και στην επιτάχυνση του ρυθμού ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών και της τεχνογνωσίας στη διαδικασία της παραγωγής, της μεταφοράς και της διανομής.