Τους λόγους για τους οποίους ο πληθωρισμός στη χώρας μας παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα του μέσου όρου της ευρωζώνης εξετάζει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στο τεύχος Μαΐου του Δελτίου Aνάλυσης της ελληνικής οικονομίας και των αγορών (Economic & Μarket Analysis).
Σύμφωνα με την έρευνα της Εθνικής, οι κυριότεροι παράγοντες που συντέλεσαν στη διατήρηση της διαφοράς της 1,5 ποσοστιαίας μονάδας μεταξύ των ρυθμών πληθωρισμού Ελλάδος και ευρωζώνης κατά την τελευταία τριετία είναι:
i) οι υψηλότεροι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών (συγκριτικά με τον μη ανταγωνιζόμενο διεθνώς τομέα) που χαρακτηρίζουν την πορεία πραγματικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας προς το μέσο όρο της ευρωζώνης,
ii) οι επιδράσεις στη συνολική ζήτηση από την προσαρμογή της οικονομίας στο περιβάλλον ιστορικά χαμηλών επιτοκίων που διαμορφώθηκε από την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη και
iii) οι επιδράσεις από την αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου.
Σύμφωνα πάντα με την έρευνα της Εθνικής, σε ό,τι αφορά τον πρώτο παράγοντα, επισημαίνεται ότι είναι φυσικό για μια χώρα που ακολουθεί πορεία πραγματικής σύγκλισης, να παρουσιάζει υψηλότερο πληθωρισμό, καθώς το κατά κεφαλήν εισόδημα και η παραγωγικότητα συγκλίνουν προς το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Συγκεκριμένα η παραγωγικότητα στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού, αυξάνεται με ρυθμούς υψηλότερους, σε σύγκριση με τον τομέα των μη εμπορεύσιμων διεθνώς αγαθών και υπηρεσιών. Παράλληλα, λόγω των χαρακτηριστικών του συστήματος καθορισμού των μισθών οι μισθοί και στους δύο κλάδους αυξάνουν με παρόμοιο ρυθμό, ο οποίος αντανακλά την αύξηση παραγωγικότητας στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Στην περίπτωση της Ελλάδος εκτιμάται ότι η παραγωγικότητα στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών σημείωσε μέση ετήσια αύξηση της τάξης του 4.5% κατά την τελευταία τετραετία σε σύγκριση με 3% για το μη ανταγωνιζόμενο διεθνώς.
Στο βαθμό που οι αποκλίσεις των ρυθμών πληθωρισμού πηγάζουν από αυτή την αιτία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιβλαβείς για την πραγματική οικονομία, δεδομένου ότι δεν συνεπάγονται απώλεια ανταγωνιστικότητας για τον τομέα της οικονομίας που αντιμετωπίζει το διεθνή ανταγωνισμό. Αυτή η επίδραση είναι γνωστή ως επίδραση Balassa-Samuelson και εκτιμάται ότι στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας εξηγεί το ήμισυ περίπου (0.7 ποσοστιαία μονάδα) της συνολικής διαφοράς του πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδος και ευρωζώνης. Το οφειλόμενο σε αυτή την επίδραση τμήμα της πληθωριστικής διαφοράς αναμένεται να εξαλειφθεί πλήρως με την ολοκλήρωση της πορείας της πραγματικής σύγκλισης.
Η έντονη ώθηση στην εσωτερική ζήτηση από την σημαντική μείωση των πραγματικών επιτοκίων που συνόδευσε την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη (κατά 10.5 ποσοστιαίες μονάδες από τις αρχές του 2000) αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα πίσω από τη θετική διαφορά πληθωρισμού Ελλάδος και ευρωζώνης. Η αύξηση αυτή της εγχώριας ζήτησης οδήγησε τη διαφορά του προϊόντος από το δυνητικό του επίπεδο από το –1% το 2000 σε ένα αναμενόμενο +1% το 2003 σε αντίθεση με την ευρωζώνη, όπου το προϊόν παραμένει σε χαμηλότερο από το δυνητικό του επίπεδο για τρίτο συνεχή χρόνο. Επισημαίνεται ότι θετική διαφορά του προϊόντος από το δυνητικό του επίπεδο συνεπάγεται αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων. Με βάση ένα μικρό οικονομετρικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι στις επιδράσεις της μείωσης των πραγματικών επιτοκίων μπορεί να αποδοθεί περίπου 0.45 ποσοστιαίας μονάδας της υφιστάμενης διαφοράς πληθωρισμών μεταξύ Ελλάδος και ευρωζώνης κατά την τελευταία τριετία.
Η εκτίμηση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη την πιθανή επιπρόσθετη επίδραση στη εγχώρια ζήτηση από τους υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης καθώς και την αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών από την ανοδική πορεία των εγχώριων τιμών των ακινήτων. Επισημαίνεται, όμως, ότι η επίδραση του τελευταίου παράγοντα στην εγχώρια ζήτηση είναι αμελητέα καθώς η αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών λόγω της αύξησης των τιμών των ακινήτων φαίνεται απλώς να αντισταθμίζει την αρνητική επίδραση στον πλούτο από την πτωτική πορεία των χρηματιστηρίων.
Τέλος, από το σκέλος της προσφοράς είναι κυρίως η αυξητική πορεία των διεθνών τιμών του πετρελαίου που επιδρά αυξητικά στη διαφορά πληθωρισμού Ελλάδος-ευρωζώνης. Συγκεκριμένα μετά την αύξηση στα 32 ευρώ ανά βαρέλι το 2000, οι τιμές του πετρελαίου παρότι έχουν μειωθεί πρόσφατα, συνεχίζουν να ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις στην ελληνική οικονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα υψηλότερο - κατά περίπου 45% σε σύγκριση με την ευρωζώνη – βαθμό εξάρτησης από εισαγωγές πετρελαίου. Εκτιμάται ότι η αυξητική πορεία των τιμών του πετρελαίου πρόσθεσε 0,35 ποσοστιαίας μονάδας στη διαφορά πληθωρισμών μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης.
Συμπερασματικά, καταλήγει η έκθεση της Εθνικής, διατυπώνεται η εκτίμηση ότι η παρατηρούμενη διαφορά πληθωρισμού μπορεί να αποδοθεί, ως επί το πλείστον, σε παράγοντες που χαρακτηρίζουν την πορεία πραγματικής σύγκλισης ή είναι συγκυριακοί, με αποτέλεσμα η διαφορά των ρυθμών πληθωρισμού να μην συνιστά, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της, απειλή για τη μακροχρόνια ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Επισημαίνεται, όμως, ότι παραμένει σημαντικός ο ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν οι διαρθρωτικές πολιτικές και η δημοσιονομική πολιτική προκειμένου οι όποιες ακαμψίες στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας να μη μετατρέψουν αυτές τις παροδικές πληθωριστικές επιδράσεις σε διαρκή απόκλιση του εγχώριου πληθωρισμού από αυτόν της ευρωζώνης με ενδεχόμενες αρνητικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.