Η επίσκεψη του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ στην Ελλάδα δεν είχε, λόγω της απεργίας των εργαζομένων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την προβολή που θα της άξιζε ως ειδησεογραφικό γεγονός μείζονος σημασίας, αλλά αυτό δεν υποβαθμίζει τη σπουδαιότητά της ούτε περιορίζει την ισχύ των σημαντικών θετικών επιδράσεών της σε διάφορα οικονομικά και πολιτικά πεδία ελληνικού, διμερούς, ευρωπαϊκού, αλλά και παγκόσμιου ενδιαφέροντος.
Θα μπορούσε να σταθεί κανείς με ενδιαφέρον στις δηλώσεις του Γάλλου προέδρου περί μηδενισμού πλέον της πιθανότητας εξόδου της Ελλάδας από τη συμμαχία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και στα εύσημα που απέδωσε στις προσπάθειες που έχουν κάνει οι Ελληνες για να βγουν από την κρίση. Ομως, δηλώσεις με αυτό το περιεχόμενο έχει ξανακάνει ο Γάλλος πρόεδρος. Αλλωστε, ουδέποτε έκρυψε ότι η πολιτική του απέναντι στην Ελλάδα κινείται στο πλαίσιο της παραδοσιακής ελληνογαλλικής φιλίας και αλληλοϋποστήριξης, που πάει πολλά χρόνια πίσω.
Γι' αυτό το λόγο, ως περισσότερο σημαντική αξιολογείται η έμφαση που αποδόθηκε από τον ίδιο στην επανέναρξη της αναπτυξιακής διαδικασίας στη χώρα. Το ενδιαφέρον για συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων εκφράσθηκε με πολύ σαφή τρόπο, δίνοντας τον τόνο της ευρωπαϊκής συμμετοχής σε αυτό, η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει εκφρασθεί με τον πλέον ηχηρό τρόπο. Κορυφαία, ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί η αναφορά του κ. Ολάντ στο θέμα της ΑΟΖ, η οποία εκφράσθηκε με κατηγορηματικά θετικό τρόπο για τις ελληνικές θέσεις, εντάσσοντας τους πιθανούς ελληνικούς και κυπριακούς υδρογονάνθρακες σε έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό σχεδιασμό.
Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, τις οικονομικές και επιχειρηματικές διαστάσεις της, η εν Ελλάδι παρουσία του κ. Ολάντ κέρδισε τις εντυπώσεις σε σύγκριση με την αντίστοιχη της κας Μέρκελ, λίγους μήνες νωρίτερα. Εκεί εντοπίζεται ωστόσο το ελληνικό στοίχημα. Γερμανία και Γαλλία -παραδοσιακοί αντίπαλοι της ευρωπαϊκής ηπείρου- είναι σαφές ότι αποτελούν τους άσπονδους φίλους της ευρωπαϊκής επικράτειας, ακολουθώντας πολιτική αμοιβαίας ανοχής η μία προς την άλλη.
Η πορεία τους μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι μια υπόθεση αμοιβαίων συμβιβασμών, υποχωρήσεων και παραχωρήσεων, που δεν οδηγούσαν πάντοτε την Ευρώπη στην πιο σωστή κατεύθυνση, αλλά τουλάχιστον εξασφάλιζαν τη συνέχεια της συνύπαρξης.
Η Γαλλία είχε την πολιτική υπεροχή στον ευρωπαϊκό χώρο για πολλά χρόνια, αλλά η κατάσταση αυτή έχει ανατραπεί με τη ραγδαία οικονομική άνοδο της Γερμανίας, που την έχει καταστήσει κινητήρια δύναμη στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Το ερώτημα είναι κατά πόσον η ελληνική πλευρά θα μπορέσει να χειριστεί με επιδεξιότητα τις ισορροπίες ανάμεσα στις ιδιόρρυθμες σχέσεις των δύο ευρωπαϊκών υπερδυνάμεων, αντλώντας τα περισσότερα ωφελήματα από καθεμία εκ των δύο περιπτώσεων και εκμεταλλευόμενη προς όφελός της τις συγκυρίες που προκύπτουν από τις διάφορες πτυχές της ευρωπαϊκής κρίσης.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]