Τις επιπτώσεις της σημαντικής ανόδου του ευρώ στην οικονομία της ευρωζώνης εξετάζει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στο τεύχος Μαΐου 2003 του μηνιαίου δελτίου για τη ζώνη του ευρώ.
Η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ ξεπέρασε τα 1,17 δολάρια ανά ευρώ και βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από τη στιγμή της δημιουργίας του κοινού νομίσματος (Iανουάριος 1999). Συγκεκριμένα, κατά τους τελευταίους δύο μήνες το ευρώ ανατιμήθηκε κατά 10½ % έναντι του δολαρίου – εξέλιξη η οποία οδήγησε αναπόφευκτα σε προβληματισμούς, όσον αφορά τις συνέπειες της ανατίμησης αυτής στην ανάκαμψη της ευρωζώνης. Ειδικότερα, στο δελτίο διερευνάται το θέμα: τι συνεπάγεται αυτή η ανατίμηση για την ανάπτυξη, τον πληθωρισμό και τη νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη;
Αρχικά, αναλύονται οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην έντονα ανοδική πορεία του ευρώ, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στις ροές κεφαλαίου στην ευρωζώνη και στις ΗΠΑ. Αναλυτικότερα, η βελτίωση όσον αφορά την ελκυστικότητα για τους επενδυτές σε ευρωπαϊκές αγορές σε σχέση με την αμερικανική αγορά φαίνεται να δικαιολογεί την ανατίμηση του ευρώ κατά το τρέχον έτος. Συγκεκριμένα, οι υψηλότερες αποδόσεις των ευρωπαϊκών έναντι των αμερικανικών ομολόγων, καθώς και τα υψηλότερα επιτόκια βραχυπρόθεσμων τοποθετήσεων στην ευρωπαϊκή αγορά χρήματος συγκριτικά με εκείνη των ΗΠΑ λειτούργησαν θετικά για το ευρώ. Λόγω των επιδράσεων αυτών και σε συνδυασμό με τη γενικότερη τάση των ισοτιμιών να παραμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα μακριά από το μακροχρόνιο επίπεδό τους, το ευρώ αναμένεται να παραμείνει ισχυρό για αρκετούς μήνες.
Επιχειρώντας να εκτιμηθούν οι επιδράσεις από την ανατίμηση του ευρώ στην οικονομία της ευρωζώνης, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη η ένταση ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας. Το κεντρικό σενάριο της Εθνικής προβλέπει η οικονομία των ΗΠΑ να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,5% το 2003 και 3,5% το 2004. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τη μελέτη της Εθνικής, ο πληθωρισμός εκτιμάται να μειωθεί σε 1,5% στο τέλος του έτους και περαιτέρω στο 1,2% στο τέλος του 2004, λόγω των συνθηκών χαμηλής ζήτησης και της χαμηλότερης τιμής του πετρελαίου εκφρασμένης σε ευρώ.
Όσον αφορά την ανάπτυξη, η ανατίμηση του ευρώ εκτιμάται ότι θα μειώσει τις εξαγωγές και τις πάγιες επενδύσεις, ενώ η μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, λόγω της πτώσης του πληθωρισμού, αναμένεται ότι θα αυξήσει την εγχώρια ζήτηση. Σταθμίζοντας τις δύο αυτές αντίρροπες επιδράσεις, η Εθνική αναθεώρησε τις προβλέψεις της για το ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη για το 2003 σε 0,8% (από 1% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη), ενώ ο εκτιμώμενος ρυθμός ανάπτυξης για το 2004 είναι 2%.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ αναμένεται να μειώσει περαιτέρω το επιτόκιο παρέμβασης ώστε να αντισταθμίσει την περιοριστική επίδραση από την ανατίμηση του ευρώ στις νομισματικές συνθήκες της ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, προβλέπεται να μειώσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Συμβουλίου της, στις 5 Ιουνίου.
Επιπλέον, οι μακροοικονομικές συνθήκες, όπως αποτυπώνονται στις προβλέψεις του κεντρικού σεναρίου της Εθνικής, δικαιολογούν μια περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του έτους, οδηγώντας το επιτόκιο παρέμβασης της ΕΚΤ στο 1,75%.
Εναλλακτικά, εκτιμάται ένα λιγότερο πιθανό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ προς το δολάριο μειώνεται στο μακροχρόνιο επίπεδό της (περίπου $1,10) μέχρι το τέλος του έτους και διατηρείται σε αυτό το επίπεδο κατά τη διάρκεια του 2004. Σε αυτή την περίπτωση, ο ρυθμός ανάπτυξης στην ευρωζώνη εκτιμάται στο 0,9% για το 2003 και στο 2,4% για το 2004.
Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός εκτιμάται οριακά υψηλότερος σε σύγκριση με το κεντρικό σενάριο, προσεγγίζοντας το 1,5% στο τέλος του 2004 και συνεπώς παραμένοντας κάτω από το στόχο της ΕΚΤ (2%). Συνεπώς, εκτιμούμε ότι η ΕΚΤ θα μειώσει το επιτόκιο παρέμβασης μόνο μέχρι το 2% στο τέλος του 2003.
Τα κείμενα του δελτίου μπορούν να ανευρεθούν στην ειδική ιστοσελίδα: http:/www.nbg.gr/publications/euro_area/home.htm .