Ε.Ε.: Εκσυγχρονισμός των διαδικασιών ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων

Μια ματιά στις προτεινόμενες αλλαγές
Τρίτη, 29 Ιανουαρίου 2013 12:32

Από τον Σταμάτη Ε. Δρακακάκη, δικηγόρο με εξειδίκευση στα θέματα δικαίου ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων

([email protected])

I.     Εισαγωγή

Ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων, όπως αναλλοίωτα επιτάσσεται από την Συνθήκη της Ρώμης του 1957 (για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας) έως και την Συνθήκη της Λισσαβόνας του 2007 (για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – «ΣΛΕΕ»), παραμένει θεμέλιος λίθος της ενιαίας εσωτερικής αγοράς.  Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις αρχές Δεκεμβρίου του περασμένου έτους δημοσίευσε τις προτάσεις της για την αναθεώρηση/τροποποίηση δύο βασικών Κανονισμών του Συμβουλίου ΕΕ σχετικά με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων, πιο συγκεκριμένα του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108] της συνθήκης [ΣΛΕΕ] και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου της 7ης Μαΐου 1998 για την εφαρμογή των άρθρων [107] και [108] της συνθήκης [ΣΛΕΕ] σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων.

Οι προτεινόμενες αλλαγές εντάσσονται στον «Εκσυγχρονισμό των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις», όπως αυτός περιγράφεται στην σχετική Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 8ης Μαΐου 2012 και αφορούν:

-     στον εξορθολογισμό του χειρισμού καταγγελιών περί κρατικών ενισχύσεων που τρίτα ενδιαφερόμενα μέρη υποβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στατιστικά περίπου 300 το χρόνο),

-     στην ενίσχυση της συνεργασίας του εθνικού δικαστή και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

-     στην δυνατότητα αποτελεσματικότερης συλλογής στοιχείων από παράγοντες της αγοράς για την αξιολόγηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρατικών μέτρων που συνιστούν ενίσχυση,

-     στην μείωση του όγκου των κοινοποιήσεων που πρέπει να υποβάλλουν τα κράτη μέλη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την διεύρυνση των κατηγοριών (οριζόντιων) ενισχύσεων που εξαιρούνται (της υποχρέωσης κοινοποίησης), εφόσον ασφαλώς πληρούν κάποια κριτήρια που εξειδικεύει εν συνεχεία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με δικούς της εφαρμοστικούς Κανονισμούς.

Οι παραπάνω στόχοι είναι απολύτως συνεπείς με τους γενικότερους στόχους του επιδιώκει ο προαναφερθείς Εκσυγχρονισμός των κανόνων της ΕΕ:

i)     την προώθηση της βιώσιμης, έξυπνης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης σε μια ανταγωνιστική εσωτερική αγορά. Ακολούθως, ο εκσυγχρονισμός του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων αναμένεται να διευκολύνει την εξέταση εκείνων των ενισχύσεων οι οποίες είναι καλά σχεδιασμένες, στοχοθετημένες σε προσδιορισμένες αδυναμίες της αγοράς και σε στόχους κοινού συμφέροντος, και προκαλούν τις λιγότερες στρεβλώσεις («καλές ενισχύσεις»). Όπως παρατηρεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ανακοίνωσή της 8ης Μαΐου 2012, η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών ανέδειξε την ανάγκη για δημοσιονομική εξυγίανση και καλύτερη χρήση των πενιχρών πόρων των  κρατών μελών.

ii)     την εστίαση του εκ των προτέρων ελέγχου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις υποθέσεις με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά και συγχρόνως την ενίσχυση της συνεργασίας των κρατών μελών στον τομέα της επιβολής της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων,

iii)     την απλούστευση των κανόνων και την επιτάχυνση της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων.

Στα πλαίσια της εκσυγχρονιστικής αυτής ατζέντας την πρωτοβουλία της οποίας έχει ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και υπεύθυνος για την πολιτική Ανταγωνισμού Επίτροπος Joaquin Almunia, τροποποιούνται μια σειρά από Κανονισμοί (δεσμευτικοί κανόνες δευτερογενούς δικαίου) και Κατευθυντήριες Γραμμές (μη δεσμευτικοί κανόνες - soft law) βάσει των οποίων αξιολογούνται οι κρατικές ενισχύσεις. Όπως ο ίδιος ο Επίτροπος ανέφερε σε πρόσφατη ομιλία του (11/01/2013) στο King’s College, πέρα των προτεινόμενων αλλαγών που αναφέρονται στο παρόν και των νέων Κατευθυντηρίων Γραμμών για ενισχύσεις σχετικές με την Ευρυζωνικότητα που υιοθετήθηκαν στις 19 Δεκεμβρίου 2012, το επόμενο 12-18μηνο αναμένεται να αναθεωρηθούν οι Κατευθυντήριες Γραμμές για τις Περιφερειακές ενισχύσεις, για ενισχύσεις Διάσωσης και Αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων, για ενισχύσεις στον τομέα των Αεροπορικών Υπηρεσιών, για ενισχύσεις Έρευνας Ανάπτυξης και Καινοτομίας, για την προώθηση των επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς και για Περιβαλλοντικές ενισχύσεις.

II.     Οι προτεινόμενες αλλαγές στον Κανονισμό 659/1999 (λεγόμενος και «Διαδικαστικός Κανονισμός»)

Βασική αρχή, που απορρέει από το άρθρο 108 παρα.3 ΣΛΕΕ, αποτελεί η υποχρεωτική από ένα Κράτος μέλος κοινοποίηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μιας εξατομικευμένης ενίσχυσης ή ενός καθεστώτος ενισχύσεως (που εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 107 παρα.1 ΣΛΕΕ), αλλά και η αναστολή της θέσης σε εφαρμογή της κοινοποιηθείσας ενίσχυσης μέχρι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δώσει την έγκριση της. Μόνο για κάποιες πολύ συγκεκριμένες κατηγορίες θεσπίζεται εξαίρεση από την γενική αυτή αρχή κοινοποίησης και αναστολής έως της εγκρίσεως (βλ. πχ παρακάτω περί ομαδικών απαλλαγών). Η παράβαση της γενικής αυτής αρχής καθιστά μια ενίσχυση παράνομη και επιφέρει συνέπειες και στην δικαιούχο επιχείρηση και στο κράτος μέλος/χορηγό.

Ακολούθως, ο Κανονισμός 659/1999 ορίζει όλες τις σχετικές διαδικασίες κοινοποίησης (από το ενδιαφερόμενο Κράτος Μέλος) και αξιολόγησης μιας νέας ή μιας υφισταμένης ενίσχυσης (από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή), καθώς και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης (π.χ. έγκριση με ή χωρίς όρους, απαγόρευση, υποχρέωση ανάκτησης μιας παράνομης ενίσχυσης κτλ).

Η πρώτη προτεινόμενη αλλαγή στον Κανονισμό 659/1999 αφορά στις καταγγελίες τρίτων μερών.

Οι καταγγελίες τρίτων μερών σχετικά με παράνομες κρατικές ενισχύσεις αποτελούν πολύ σηματική πηγή πληροφόρησης για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον αποτελεσματικό έλεγχο από αυτή των κρατικών ενισχύσεων.  Σύμφωνα με την υφιστάμενη μορφή του Κανονισμού 659/1999 (άρθρο 20 παρα.2),

Κάθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να ενημερώσει την Επιτροπή για τεκμαιρόμενη παράνομη ενίσχυση κ2αι τεκμαιρόμενη καταχρηστική εφαρμογή ενίσχυσης. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να εξετάσει την περίπτωση, ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο μέρος. Εφόσον η Επιτροπή λάβει απόφαση για υπόθεση που αφορά το αντικείμενο της παρασχεθείσας πληροφορίας, αποστέλλει αντίγραφο της απόφασης αυτής στο ενδιαφερόμενο μέρος.      

Ωστόσο η ευρεία αυτή υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ερευνά και να απαντά επίσημα σε κάθε καταγγελία είναι εξαιρετικά επαχθής, αφού της κοστίζει σε ανθρώπινο δυναμικό και χρόνο.  Ανάλογη σχετικά είναι και η επιβάρυνση των κρατών μελών που παραλαμβάνουν σωρεία ερωτηματολογίων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να ερευνηθούν όλες αυτές οι καταγγελίες.  Για το λόγο αυτό προτείνεται ο Κανονισμός να τροποποιηθεί ώστε:

i)     οι καταγγέλοντες να υποβάλουν μια σειρά από υποχρεωτικές πληροφορίες (οι οποίες θα εξειδικευτούν σε εφαρμοστικές διατάξεις που θα εκδώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή),

ii)     οι καταγγέλοντες θα πρέπει να αποδεικνύουν γιατί αποτελούν «ενδιαφερόμενα μέρη» γιατί δηλαδή τα συμφέροντα τους θίγονται από την χορήγηση μίας ενίσχυσης

Στο βαθμό που τα παραπάνω δεν πληρούνται (παρόμοια προαπαιτούμενα ισχύουν ήδη για τις καταγγελίες αντιανταγωνιστικών συμπράξεων ή συμπεριφορών βάσει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα θεωρεί την καταγγελία ως απαράδεκτη και δεν θα υποχρεούται σε επίσημη απάντηση.  Τα δε στοιχεία που υποβάλλονται σε τέτοιες απαράδεκτες καταγγελίες θα αποτελούν γενικότερες πληροφορίες της αγοράς που η Επιτροπή θα δύναται κατόπιν να χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Επίσης η Επιτροπή θα δύναται να θεωρεί μια καταγγελία ως αποσυρθείσα, εάν κατόπιν αιτήματος παροχής πληροφορίων ο καταγγελών δεν ανταποκριθεί με περαιτέρω χρήσιμες και αναγκαίες για την έρευνα της Επιτροπής πληροφορίες.

Η δεύτερη προτεινόμενη αλλαγή σχετίζεται με την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ εθνικών δικαστών και Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά την εκδίκαση υποθέσεων κρατικής ενίσχυσης.

Υπενθυμίζεται εδώ ότι οι εθνικοί δικαστές, βάσει της κρατούσας νομολογίας σχετικά με το άρθρου 108 παρα.3 ΣΛΕΕ, έχουν αρμοδιότητα να ελέγξουν:

- εάν ένα μέτρο αποτελεί κρατική ενίσχυση (σημειώνεται εδώ ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν αποφαίνονται για την «συμβατότητα» μίας ενίσχυσης με την κοινή αγορά, δηλαδή για το αν δύναται να εξαιρεθεί μία ενίσχυση βάσει των εξαιρέσεων/παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Αυτό είναι αποκλειστικό προνόμιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), και

- σε καταφατική περίπτωση, εάν αυτό έχει τεθεί σε εφαρμογή παράνομα (δηλαδή είτε χωρίς να έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, είτε χωρίς να έχει ακόμα εγκριθεί από αυτήν), δύναται να διατάξουν την αναστολή της χορήγησης της ενίσχυσης ή και την ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης.

Περαιτέρω, στο εθνικό δικαστήριο δύναται να απευθυνθούν για αγωγές αποζημίωσης κατά του Δημοσίου οι θιγόμενοι τρίτοι από παράνομες κρατικές ενισχύσεις.

Δεδομένου του σημαντικού αυτού ρόλου του εθνικού δικαστή στον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων, ο Κανονισμός 659/1990 προτείνεται να τροποποιηθεί, ώστε να προβλέπεται:

i)     η δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να ζητούν είτε πληροφορίες είτε Γνωμοδότηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν στα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ,

ii)     η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (για λόγους δημοσίου συμφέροντος/ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής των κανόνων) να υποβάλει γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις ενώπιον εθνικών δικαστηρίων κατά την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν στα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ.

Σε κάθε περίπτωση τα εθνικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται από την Γνώμη και τις παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι παραπάνω δυνατότητες παραπέμπουν στην αντίστοιχη συνεργασία εθνικών δικαστών και Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα πλαίσια της αποκεντρωμένης εφαρμογής των άρθρων 101 (παράνομες συμπράξεις) και 102 (κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης) ΣΛΕΕ, (βλ. σχετικά άρθρο 15 του Κανονισμού 1/2003/ΕΚ).

Η τρίτη προτεινόμενη αλλαγή στο Κανονισμό 659/1999 σχετίζεται με την συλλογή πληροφοριών από την αγορά.

Η πράξη έχει δείξει ότι πέρα του κράτους μέλους που χορηγεί μια ενίσχυση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την έρευνα της χρειάζεται πληροφορίες και από άλλους παράγοντες της αγοράς. Κατ’αναλογία με την διεξαγωγή ερευνών σε υποθέσεις των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, προτείνεται η υιοθέτηση δύο εργαλείων για την πληρέστερη και αποτελεσματικότερη συλλογή πληροφοριών:

i)     απλό αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών από μία επιχ/ση ή ένωση επιχ/σεων. Στην περίπτωση αυτή μόνο τυχόν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες θα επισείουν κυρώσεις.

ii)     απόφαση/αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών από μία επιχ/ση ή ένωση επιχ/σεων. Στην περίπτωση αυτή και η άρνηση ή η καθυστέρηση απάντησης θα επισειούν κυρώσεις.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα στέλνει τέτοια αιτήματα παροχής πληροφοριών αφού έχει εκκινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (λεγόμενης και ως «Φάση Β») μιας υπόθεσης και τα ενδιαφερόμενα Κράτη μέλη θα ενημερώνονται σχετικά και θα έχουν την δυνατότητα να υποβάλουν σχόλια επ’αυτών. Η προτεινόμενη τροποποίηση προνοεί και για τα εύλογα ζητήματα εμπιστευτικότητας των παρεχόμενων πληροφοριών.

Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει να εισαχθεί στον Κανονισμό 659/1999 και ένα άρθρο περί κλαδικών ερευνών σε οριζόντιες ενισχύσεις (έρευνα των ενισχύσεων γενικώς σε ένα κλάδο της οικονομίας, π.χ. ενισχύσεις στην αγορά των ταχυδρομείων).

III.     Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 994/98 – Εξουσιοδοτικός Κανονισμός -προτεινόμενη διεύρυνση των κατηγοριών ενισχύσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις του και άρα μείωση του όγκου των κοινοποιήσεων

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κατ’αρχήν υπάρχει υποχρέωση κοινοποίησης μίας ενίσχυσης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το κράτος μέλος που την χορηγεί, ενώ υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις. Με τις εξαιρέσεις αυτές σχετίζονται οι παρακάτω προτεινόμενες αλλαγές. 

Όπως αναφέρεται στην σκέψη 4 του εν λόγω Κανονισμού, είναι σκόπιμο, προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εποπτεία και να απλουστευθεί η διοικητική διαχείριση, χωρίς να ατονίσει ο έλεγχος της Επιτροπής, να της δοθεί η δυνατότητα να δηλώνει με κανονισμούς, σε τομείς όπου διαθέτει επαρκή εμπειρία ώστε να καθορίσει γενικά κριτήρια συμβατότητας, ότι ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων συμβιβάζονται με την κοινή αγορά σύμφωνα με μια ή περισσότερες διατάξεις του άρθρου [107] παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης και εξαιρούνται από τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο [108] παράγραφος 3 της συνθήκης (δηλαδή να εξαιρούνται της υποχρεωτικής κοινοποίησης.

Ουσιαστικά ο Κανονισμός 994/98 ορίζει τις κατηγορίες ενισχύσεων για τις οποίες η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει Κανονισμούς Απαλλαγής (απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποίησης) βάσει ορισμένων αυστηρών κριτηρίων όπως π.χ. η ένταση της ενίσχυσης (ποσοστό επί του κόστους ενός συγκεκριμένου προγράμματος κτλ).  Για το λόγο αυτό ο Κανονισμός 994/98 λέγεται και Εξουσιοδοτικός Κανονισμός.

Η πρόταση είναι να διευρυνθούν οι «πρόσφορες για απαλλαγή» κατηγορίες, που ως τώρα ήταν ενισχύσεις για μικρο-μεσαίες επιχ/σεις, έρευνα–ανάπτυξη-τεχνολογία, περιβαλλοντική προστασία, εργασία και κατάρτιση. Οι νέες προτεινόμενες κατηγορίες για τις οποίες θα εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εκδίδει Κανονισμούς Απαλλαγής (βάσει ορισμένων αυστηρών κριτηρίων) είναι ενισχύσεις για:

-     διαφύλαξη πολιτιστικής κληρονομιάς

-     αποκατάσταση ζημιών από φυσικές καταστροφές και θεομηνίες

-     αποκατάσταση ζημιών στην αλιεία από καταστροφικές καιρικές συνθήκες

-     δασική ανάπτυξη

-     διαφύλαξη θαλάσσιων βιολογικών πηγών

-     ερασιτεχνικό αθλητισμό

-     μεταφορά κατοίκων απομακρυσμένων περιοχών (ενίσχυση με κοινωνικά κριτήρια και χωρίς διάκριση ως προς τον μεταφορέα)

-     συντονισμός μεταφορικών μέσων (σε συνάφεια με τις επιταγές του άρθρου 93 ΣΛΕΕ)

-     βασικές υποδομές ευρυζωνικότητας

Δεδομένης της διεύρυνσης των κατηγοριών, μία ακόμα προτεινόμενη βασική αλλαγή είναι η υποχρέωση των κρατών μελών να αποστέλλουν για ανάρτηση στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (πλέον της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα) τις περιλήψεις των σχετικών μέτρων που λαμβάνουν και που εμπίπτουν σε κάποια εξαίρεση βάσει των Κανονισμών Απαλλαγής.

Όπως τονίζεται στην Ανακοίνωση της Επιτροπής της 8ης Μαιου 2012 για τον «Εκσυγχρονισμό του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων», σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφάσιζε να αυξήσει το εύρος και το πεδίο εφαρμογής των μέτρων ενίσχυσης που εξαιρούνται από την υποχρέωση κοινοποίησης, τα κράτη μέλη θα επωμίζονταν περισσότερες ευθύνες όσον αφορά τη μέριμνα για την ορθή εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. [...]. Η ελάφρυνση του διοικητικού φόρτου μέσω του περιορισμού των υποχρεώσεων κοινοποίησης είναι εφικτή μόνον εάν συμβαδίζει με αύξηση της ανάληψης δεσμεύσεων και της υλοποίησής τους εκ μέρους των εθνικών αρχών όσον αφορά τη συμμόρφωση. Κατά συνέπεια, οι εκ των υστέρων έλεγχοι από την Επιτροπή θα πρέπει να αυξηθούν, δεδομένου ότι τα τρέχοντα πορίσματα της παρακολούθησης από τα κράτη μέλη της εφαρμογής των μέτρων που τυγχάνουν απαλλαγής κατά κατηγορία καταδεικνύουν συχνή έλλειψη συμμόρφωσης προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων.

Η παραπάνω επισήμανση παραπέμπει στην ολοένα και πιο επίκαιρη συζήτηση περί μιας τρόπον τινά «αποκέντρωσης» του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Κατ’ αρχήν θεωρείται δεδομένη η ανάγκη ενός υπερεθνικού οργάνου όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κρίνει εθνικά μέτρα και δη αυτά που προορίζονται σε «εθνικούς πρωταθλητές», γι’ αυτό και ο ρόλος της Επιτροπής δεν δύναται ποτέ να αντικατασταθεί από εθνικές αρχές.  Ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν ανάγκη μιας εθνικής κεντρικής αρχής/υπηρεσίας με καταρτισμένο δυναμικό που προληπτικά εξετάζει αφενός ποιά μέτρα εμπίπτουν στην έννοια της κρατικής ενίσχυσης (η νομολογία ολοένα και εμπλουτίζει την ερμηνεία των κριτηρίων του άρθρου 107 ΣΛΕΕ) και αφετέρου ποιά εμπίπτουν σε κανόνες απαλλαγής και ποιά χρήζουν κοινοποίησης. Παράλληλα η αρχή αυτή θα παρακολουθεί την υλοποίηση προγραμμάτων ενίσχυσης. Η ύπαρξη μιας τέτοιας αρχής και ενός τέτοιου αποτελεσματικού «φιλτραρίσματος» θα διευκόλυνε πολύ όχι μόνο το έργο της Επιτροπής και των κρατών μελών, αλλά και των επιχειρήσεων που προσδοκούν να καρπωθούν έγκαιρα και ακίνδυνα κρατικών ενισχύσεων συμβατών με την Ενωσιακή νομοθεσία.      



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα