Είναι ο κόσμος υψηλού ρίσκου;

Κυριακή, 20 Ιανουαρίου 2013 15:59
REUTERS/NICKY LOH

Το γουάν ίσως να ανταγωνιστεί το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα.
 

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Οταν πολλά πράγματα αλλάζουν και μάλιστα αρκετά γρήγορα, είναι σαφές ότι αυξάνεται από ψυχολογικής πλευράς και η αίσθηση του κινδύνου. Πόσο δικαιολογημένη είναι η αίσθηση αυτή στη σημερινή παγκόσμια συγκυρία;

Στενός φίλος που ασχολείται με την ψυχολογία μάς έλεγε πρόσφατα ότι όσο περισσότερο μιλάει κανείς σε κάποιον για τους κινδύνους της ασθένειας τόσο ο αποδέκτης του μηνύματος κινδυνεύει να αρρωστήσει χωρίς λόγο. Κάτι τέτοιο, εξάλλου, περιγράφει και ο Τόμας Μαν (1875-1955) στο βιβλίο του «Το Μαγικό Βουνό», όταν αναφέρεται στο πώς η ασθένεια, στην ευρύτερη δυνατή έννοιά της, επηρεάζει το πνεύμα.

Τον τελευταίο καιρό, όπως κάθε φορά που οι διεθνείς εξελίξεις προκαλούν αλλαγές, δεν λείπουν από την επικαιρότητα διεθνείς εκθέσεις που κάνουν λόγο για υψηλά ρίσκα και επικίνδυνες εξελίξεις. Δύο απ' αυτές είναι η έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (ΠΟΦ), που διοργανώνει τη Συνάντηση του Νταβός, αφενός, και η αντίστοιχη του Ομίλου της Ευρασίας, αφετέρου. Η πρώτη έκθεση φέρει τον τίτλο «Παγκόσμια Ρίσκα του 2013» και η δεύτερη «Μεγάλα Ρίσκα 2013».

Στην έκθεση του ΠΟΦ γίνεται πολύς λόγος για την ευθραυστότητα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, τις αυξανόμενες ποικίλες ανισότητες, για τις νομισματικές ανισορροπίες και τις αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές, στον δυτικό κυρίως κόσμο. Ομως, για πρώτη φορά η έκθεση δίνει μεγάλο βάρος στη διείσδυση του Διαδικτύου στην καθημερινή ζωή και τις επιπτώσεις των πνευματικών «σκουπιδιών» που μεταφέρονται μέσω αυτού, καθώς και στον καταστροφικό ρόλο που παίζουν οι μαζικές πωλήσεις αντιβιοτικών από το Διαδίκτυο.

Η έκθεση του Ομίλου της Ευρασίας, από την πλευρά της, έχει αμιγώς γεωπολιτικό περιεχόμενο και αναλύει διεξοδικά τους πολιτικούς κινδύνους που αναπτύσσονται παγκοσμίως και ειδικότερα στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Επισημαίνεται έτσι ότι, παρά την κρίση της Ευρωζώνης και τα δημοσιονομικά προβλήματα στις ΗΠΑ, οι χώρες αυτές έχουν αρκετή και δοκιμασμένη εμπειρία στη διαχείριση κρίσεων -πράγμα που δεν ισχύει τόσο στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Δυστυχώς, όμως, αρκετά είναι τα ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεων που αδιαφορούν για τους κινδύνους αυτούς και έτσι δεν τους λαμβάνουν υπ' όψιν τους στους σχεδιασμούς τους.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν γίνεται ευρύτερα κατανοητή η κρίση που απειλεί τη Ρωσία, μια χώρα στην οποία η μεσαία τάξη υποφέρει από την κλεπτοκρατία και κάποια στιγμή είναι πολύ πιθανόν να αντιδράσει βίαια στην κατάσταση αυτή. Την ίδια στιγμή, οι ενεργειακές υποδομές της χώρας είναι προβληματικές, γεγονός που αποτελεί κίνδυνο για ολόκληρη την Ευρώπη.

Αναφορικά με την Κίνα, η έκθεση επισημαίνει την πτώση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας της, με αποτέλεσμα οι νέοι Κινέζοι ηγέτες να κληρονομήσουν ποσοστά 7%-8% ετησίως, τα οποία δύσκολα θα ξαναγίνουν διψήφια. Ομως, τονίζει -και αυτό είναι σημαντικό- ότι, καθώς η οικονομία της Κίνας ωριμάζει, το νόμισμά της θα αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα. Εν τέλει, το γουάν ίσως να ανταγωνιστεί το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα. Το 2013 οι Κινέζοι ηγέτες θα συμβάλουν στην προώθηση του γουάν, συνεχίζοντας την προσεκτική απελευθέρωση των ροών κεφαλαίου -ειδικά αν κάποιος μεταρρυθμιστής, όπως ο Guo Shuqing, νυν επικεφαλής της κινεζικής ρυθμιστικής αρχής κεφαλαιαγοράς, διαδεχθεί τον Zhou Xiaochuan στο τιμόνι της Κεντρικής Τράπεζας.

Αυτή, πάντως, δεν θα είναι η μόνη συμβολή της Κεντρικής Τράπεζας στην υπονόμευση του δολαρίου. Η αγορά δολαρίων ως αποθεματικό θα αρχίσει να επιβραδύνεται. Μεταξύ 2007 και 2011 η Κίνα προσέθεσε 2,1 τρισ. δολάρια στο απόθεμα ξένου συναλλάγματος που διαθέτει, συμβάλλοντας στη διατήρηση του παγκόσμιου ρόλου του δολαρίου. Το 2013, εντούτοις, η κινεζική Κεντρική Τράπεζα θα εξαφανιστεί σχεδόν από την αγορά. Η υποχώρηση αυτή προκαλείται από ένα συνδυασμό παραγόντων. Το πλεόνασμα της Κίνας στο εμπορικό ισοζύγιο -και η εισροή ξένου συναλλάγματος που αυτό συνεπάγεται- έχει περιοριστεί, ενώ οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να στρέφουν τις λειτουργίες τους προς το εξωτερικό. Οι εξαγορές που πραγματοποιούν στο εξωτερικό αντισταθμίζουν μέρος των ξένων επενδύσεων στην Κίνα.

Επιπρόσθετα, καθώς το γουάν σταματά την ανοδική του πορεία (εξαιτίας και της επιβράδυνσης της οικονομίας), οι κερδοσκόποι θα σταματήσουν να το αγοράζουν. Επίσης, ενώ η κυβέρνηση χαλαρώνει τους ελέγχους στην εκροή κεφαλαίων, τα εύπορα νοικοκυριά της Κίνας θα διαφοροποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους, επιλέγοντας ξένα στοιχεία ενεργητικού.

Είναι έτσι σαφές, όπως έχουμε επισημάνει από στις στήλες αυτές, ότι το 2013 θα υπάρξει περαιτέρω παγκόσμια νομισματική ένταση, η οποία σίγουρα θα έχει και πολιτικές επιπτώσεις.

Επίσης, η έκθεση προβλέπει πολιτική αστάθεια και στην Ινδία το 2013 και πιθανολογεί πρόωρες εκλογές, με αρνητικές οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις. Παρόλα αυτά, η ινδική επιχειρηματικότητα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, με κύριο πλέον στόχο της την παρουσία της στην Αφρική.

Κρίση της πολιτικής

Τόσο η έκθεση του ΠΟΦ όσο και αυτή του Ομίλου της Ευρασίας κάνουν λόγο, πέρα από την οικονομία, και για την κρίση της πολιτικής. Τονίζουν έτσι μια γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης, έντονη στις δυτικές δημοκρατίες, οι οποίες, ως γνωστόν, αντιμετωπίζουν και δυσάρεστα για τους πολίτες τους οικονομικά προβλήματα. Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτή η κρίση εμπιστοσύνης στην ουσία φαλκιδεύει και σοβαρές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν, λόγω του περίφημου πολιτικού κόστους.

Ειδικότερα, στην Ευρώπη εκτιμάται ότι οι απαραίτητες προσπάθειες υποστήριξης της νομισματικής ένωσης με μια στενότερη πολιτική ενοποίηση -για παράδειγμα, μέσω της αύξησης των πόρων του προϋπολογισμού της Ε.Ε. και του αυστηρότερου κεντρικού ελέγχου των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών- θα αποβούν άκαρπες, καθώς οι πολιτικοί θα περιοριστούν από την αντίθεση της κοινής γνώμης, η οποία σε πολλές χώρες γίνεται ολοένα και περισσότερο εχθρική απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Πάντως, οι ευκαιρίες που θα έχουν οι ψηφοφόροι να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους στην κάλπη δεν θα είναι πολλές μέσα στο 2013, αν εξαιρέσει κανείς τις ιταλικές και γερμανικές εκλογές.

Οπως και να έχουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι οι δυτικές δημοκρατίες συνεχίζουν να βρίσκονται αντιμέτωπες με αυξανόμενα χρέη, ελλείμματα και αργή ανάπτυξη. Η κυρίαρχη άποψη «η ελευθερία αποδίδει», η οποία επικράτησε για δύο ολόκληρες δεκαετίες μετά την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου πλέον αμφισβητείται έντονα. Ο κυρίαρχος διάλογος αφορά πλέον στα πολιτικά συστήματα, που φαίνονται ανίκανα να αντιμετωπίσουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ωστόσο, για να είμαστε ρεαλιστές, η ανικανότητα αυτή είναι απίθανο να οδηγήσει στα δραματικά φαινόμενα που γνώρισε η Γερμανία πριν ακριβώς από 80 χρόνια, όταν τον Ιανουάριο του 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ ανέβαινε νομίμως στην εξουσία.

Συμφωνούμε, λοιπόν, ότι ο κόσμος μας βρίσκεται μπροστά σε κινδύνους και σε γρήγορες αλλαγές. Πλην όμως πιστεύουμε ότι όλες αυτές οι εξελίξεις είναι διαχειρίσιμες. Κυρίως δε πιστεύουμε ότι η επιτάχυνση της παραγωγής γνώσεων επιτρέπει πλέον σε μεγάλα τμήματα της ανθρωπότητας να βγαίνουν από τη φτώχεια και τις ελλείψεις -φαινόμενο που κάποιοι αποκαλούν δυτικοποίηση του κόσμου. Το καίριο, ίσως, ερώτημά μας έγκειται στο κατά πόσον η πορεία των αναδυόμενων χωρών προς το βιομηχανικό κόσμο και τον αστικό πολιτισμό θα τις καταστήσει επαρκώς ώριμες ώστε να αποφύγουν βαρβαρότητες που γνώρισε η Δύση όταν ακολουθούσε την ίδια πορεία. Πιθανότατα δε το ερώτημα αυτό να εμπεριέχει υψηλό κίνδυνο ως προς την απάντησή του.

ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα