Σε περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής αναμένεται να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εκτιμά η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στο τεύχος Οκτωβρίου 2003 του μηνιαίου δελτίου για τη ζώνη του ευρώ (Euro Area Monthly).
Στο δελτίο εξετάζονται οι προοπτικές ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας, καθώς και η πορεία των επιτοκίων παρέμβασης της ΕΚΤ. Ειδικότερα, το έναυσμα για αυτήν την ανάλυση αποτέλεσαν δυο ερωτήματα-κλειδιά που απασχολούν τους τελευταίους μήνες τους οικονομικούς αναλυτές: Πρώτον, ποιοι τομείς της οικονομικής δραστηριότητας προβλέπεται να στηρίξουν την ανάκαμψη στην ευρωζώνη και δεύτερον ποια αναμένεται να είναι η πορεία της νομισματικής πολιτικής μετά την άνοδο του ευρώ.
Όσον αφορά τους βασικούς παράγοντες της οικονομικής ανάκαμψης στην ευρωζώνη, το δελτίο προβλέπει ότι η εξωτερική ζήτηση, η οποία είχε αναχθεί σε πυλώνα ανάπτυξης για την ευρωζώνη το τελευταίο διάστημα, δεν θα προσφέρει παρόμοια στήριξη τη διετία 2003-2004 ως αποτέλεσμα της ανατίμησης του ευρώ. Συγκεκριμένα, η προκληθείσα επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας αναμένεται να πλήξει τον εξαγωγικό τομέα της οικονομίας, καθιστώντας τον «αχίλλειο πτέρνα› της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ωστόσο, αντισταθμίζεται μερικώς από τη θετική επίδραση της εντονότερης ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας σε σύγκριση με εκείνη των χωρών της ευρωζώνης.
Εκτιμώντας τις δύο αυτές αντίρροπες επιδράσεις, προβλέπεται ότι οι εξαγωγές θα αυξηθούν μόνο οριακά το 2003 (με ετήσιο ρυθμό 0,6%) και θα ανακάμψουν εντονότερα το 2004 (4,4%). Συνεπώς, η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών στην ανάπτυξη της ευρωζώνης αναμένεται να είναι αρνητική το 2003 (-0,4%) και αμελητέα το 2004 – σε σύγκριση με τη σημαντική συνεισφορά της 0,7 ποσοστιαίας μονάδας το 2002 - η οποία συνιστά περισσότερο από τα ¾ της συνολικής ανάπτυξης αυτού του έτους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα πάντα με την Εθνική Τράπεζα, οι ελπίδες για ανάκαμψη συγκεντρώνονται στους τομείς της εσωτερικής ζήτησης και ιδιαίτερα στις ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς οι προσδοκίες για τα εταιρικά περιθώρια κέρδους είναι πιο θετικές. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν το 2004 με ετήσιο ρυθμό 2,3% για πρώτη φορά ύστερα από τρία χρόνια συνεχών συρρικνώσεων.
Παράλληλα, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να ανακάμψει λόγω της αυξημένης αγοραστικής δύναμης από την πτώση του πληθωρισμού και από την άνοδο του ευρώ. Ωστόσο, οι ρυθμοί αύξησης της κατανάλωσης θα παραμείνουν ασθενείς (1,2% το 2003 και 1,6% το 2004 από 0,4% το 2002), αντανακλώντας τους χαμηλούς ρυθμούς αύξησης της απασχόλησης. Τέλος, η δημοσιονομική πολιτική προβλέπεται ουδέτερη για την ανάπτυξη το 2003 και επίσης ουδέτερη – αν όχι συσταλτική – το 2004, συνιστώντας έτσι άλλη μια τροχοπέδη για την ανάκαμψη των οικονομιών της ευρωζώνης. Συνεπώς, βάσει των προαναφερθεισών προβλέψεων, η εσωτερική ζήτηση φαίνεται να ανάγεται σε βασικό - αν και ακόμη αδύναμο - πυλώνα της οικονομικής ανάκαμψης στην ευρωζώνη.
Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων εκτιμάται ότι θα οδηγήσει την οικονομία της ευρωζώνης σε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 0,5% για το 2003 και 1,6% για το 2004. Επιπλέον, η αναμενόμενη ανατίμηση του ευρώ (σε 1,28 δολάρια στο τέλος του 2004 από 1,18 δολάρια στο τέλος του 2003), σε συνδυασμό με τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, προβλέπεται να μειώσουν τον πληθωρισμό της ευρωζώνης σε 1,5% το 2004.
Σε αυτό το περιβάλλον ασθενούς ανάκαμψης, η ανάπτυξη της ευρωζώνης φαίνεται να χρειάζεται περαιτέρω στήριξη από τη νομισματική πολιτική. Το ενδεχόμενο αυτό κρίνεται ως πιθανό, καθώς οι αποφάσεις της ΕΚΤ όσον αφορά την πολιτική επιτοκίων κατά τους τελευταίους 9 μήνες φαίνεται να επηρεάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό από την πορεία ανάπτυξης στην ευρωζώνη σε σχέση με το παρελθόν. Σύμφωνα με τις οικονομετρικές μας εκτιμήσεις, αυτή η αλλαγή στη συνάρτηση αντίδρασης της ΕΚΤ δικαιολογεί τις τελευταίες 3 μειώσεις επιτοκίων (κατά 125 μονάδες βάσης συνολικά) κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους. Η μεταβολή αυτή πιθανότατα αντανακλά, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η ΕΚΤ πιστεύει ότι έχει αποκτήσει επαρκή αντιπληθωριστική αξιοπιστία. Περαιτέρω, η αλλαγή της προεδρίας της ΕΚΤ ενδεχομένως να συντείνει προς αυτή την κατεύθυνση.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, επισημαίνει η Εθνική, είναι προφανές ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ασθενούς ανάκαμψης της οικονομίας και πτωτικής πορείας του πληθωρισμού και με δεδομένη την προαναφερθείσα νέα στρατηγική, η ΕΚΤ αναμένεται να προβεί σε περαιτέρω χαλάρωση της πολιτικής της. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ εκτιμάται ότι θα μειώσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης σε δύο ισόποσες δόσεις κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2003 και στις αρχές του επόμενου έτους, οδηγώντας έτσι το επιτόκιο παρέμβασης στο 1,5%.