«Η ένταξη στον ΜΣΙ και στη ζώνη του ευρώ: Διδάγματα από την εμπειρία της Ελλάδος»

Παρασκευή, 21 Νοεμβρίου 2003 18:30

«Η ένταξη στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και στη ζώνη του ευρώ:

Διδάγματα από την εμπειρία της Ελλάδος», ήταν το θέμα της ομιλίας του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Ν. Γκαργκάνα, στην εκδήλωση για την 40ή επέτειο από την ίδρυση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

«Ολα τα νέα κράτη-μέλη θα ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως «κράτη μέλη με παρέκκλιση», το οποίο σημαίνει ότι δεσμεύονται να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την ικανοποίηση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι (α) σε κάποιο χρονικό σημείο μετά την ένταξή τους στην ΕΕ, τα νέα κράτη-μέλη θα συμμετάσχουν στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών ΙΙ (ΜΣΙ ΙΙ) και β) όταν θεωρηθεί ότι έχουν ικανοποιήσει τα κριτήρια σύγκλισης που αναφέρονται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, θα υιοθετήσουν το ευρώ.

Η απόφαση του Συμβουλίου για το ποια από τα νέα κράτη-μέλη πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ευρώ, θα ληφθεί κατά περίπτωση, χωριστά για κάθε μια χώρα.

Εν όψει αυτών των προοπτικών για την οικονομία της Κύπρου, θα ήθελα να αναφερθώ κατ' αρχάς στην εμπειρία της Ελλάδος από την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ και έπειτα να πω ακόμη λίγα λόγια για την ενταξιακή διαδικασία, όπως προβλέπεται για τα νέα κράτη-μέλη που πρόκειται να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Εδώ και αρκετό καιρό, οι οικονομολόγοι αναγνώρισαν ότι δεν είναι δυνατόν μια κεντρική τράπεζα να ασκεί ανεξάρτητη νομισματική πολιτική στο πλαίσιο ενός συστήματος σταθερών (pegged) συναλλαγματικών ισοτιμιών υπό συνθήκες ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων. Στο επίπεδο των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών, μια πολιτική που δεν είναι συμβατή με το στόχο για τη συναλλαγματική ισοτιμία οδηγεί σε ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και τελικά σε επίθεση κατά του νομίσματος. Πιο πρόσφατα, τους οικονομολόγους απασχολεί και η μεγάλη αύξηση του όγκου της κίνησης κεφαλαίων στην παγκόσμια οικονομία. Η αύξηση αυτή συνοδεύθηκε κατά καιρούς από απότομες και έντονες αναστροφές των κεφαλαιακών ροών, καθώς και από επιθέσεις κατά νομισμάτων που ήταν συνδεδεμένα με ένα άλλο νόμισμα ή δέσμη νομισμάτων, συχνά με αρνητικές συνέπειες για το τραπεζικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Παρατηρείται επίσης ότι οι κρίσεις στις αγορές συναλλάγματος τείνουν όλο και περισσότερο να μεταδίδονται από τη μια χώρα στην άλλη – νομίσματα χωρών των οποίων τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη φαίνονται υγιή δέχθηκαν επίθεση μετά από επιθέσεις κατά άλλων νομισμάτων που συμμετείχαν στο ίδιο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Οι παράγοντες αυτοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην περίπτωση της Ελλάδος κατά τη δεκαετία του '90 και εξηγούν την εγκατάλειψη της μονομερούς σύνδεσης της δραχμής με κάποια δέσμη νομισμάτων, τη συμμετοχή της στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και τελικά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Από μια σύντομη ματιά στην ελληνική εμπειρία προκύπτουν ενδιαφέροντα διδάγματα για τις χώρες που βρίσκονται σήμερα στη διαδικασία ένταξης.

Επί μία δεκαπενταετία, μέχρι το 1994, η ελληνική οικονομία χαρακτηριζόταν από μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, υψηλό πληθωρισμό και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ φαινόταν πολύ μακρινός στόχος. Ωστόσο, η προοπτική της ένταξης στη ζώνη του ευρώ και τα οφέλη που θα συνεπαγόταν η ένταξη για τη χώρα αποτέλεσαν ένα κίνητρο για την ελληνική κοινή γνώμη ώστε να στηρίξει τις απαιτούμενες αλλαγές στον τομέα της οικονομικής πολιτικής...

Η διατήρηση περιοριστικών νομισματικών συνθηκών και υψηλών επιτοκίων, που ήταν απόρροια της πολιτικής της σκληρής δραχμής, οδήγησε σε υψηλές εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό (η κίνηση κεφαλαίων είχε απελευθερωθεί πλήρως το 1994). Η Τράπεζα της Ελλάδος αντέδρασε περιορίζοντας τη διολίσθηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και παρεμβαίνοντας στην αγορά για να απορροφήσει την πλεονάζουσα ρευστότητα και έτσι να εξουδετερώσει τις επιπτώσεις στις εγχώριες νομισματικές συνθήκες. Οι πράξεις απορρόφησης όμως ήταν δαπανηρές και επιπλέον συνέβαλλαν στη διατήρηση της διαφοράς επιτοκίων υπέρ των δραχμικών τοποθετήσεων, πράγμα που προκαλούσε νέες εισροές. Παράλληλα, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής αυξανόταν, επιδεινώνοντας την ανταγωνιστική θέση της χώρας και συμβάλλοντας στη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Τα προβλήματα αυτά κορυφώθηκαν προς το τέλος του 1997 και στις αρχές του 1998. Οι εισροές κεφαλαίων αναστράφηκαν, καθώς εκδηλώθηκαν στην εγχώρια αγορά δευτερογενείς επιδράσεις από την κρίση της Ασίας. Η χειροτέρευση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας ενίσχυε τις εκτιμήσεις των αγορών ότι η δραχμή ήταν υπερτιμημένη. Η άνοδος των επιτοκίων, την οποία συνεπαγόταν η πολιτική της σκληρής δραχμής, υπονόμευε τους αναπτυξιακούς και δημοσιονομικούς στόχους. Χρειαζόταν λοιπόν και πάλι αλλαγή του συναλλαγματικού καθεστώτος.

Η αλλαγή αυτή ήταν η ένταξη στον ΜΣΙ στις 16 Μαρτίου 1998. Η κεντρική ισοτιμία που συμφωνήθηκε από κοινού με τις άλλες χώρες της ΕΕ ισοδυναμούσε με υποτίμηση της δραχμής κατά 12,3% έναντι του ECU. Ο ΜΣΙ αποτέλεσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο ολοκληρώθηκε η διαδικασία σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας. Επίσης ήταν μια φάση δοκιμής για την κεντρική ισοτιμία και για τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης. Από αυτές τις απόψεις, η συμμετοχή της δραχμής στον ΜΣΙ προσέφερε ποικίλα πλεονεκτήματα και προετοίμασε το έδαφος για την υιοθέτηση του ευρώ.

Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η συμμετοχή στον ΜΣΙ με την κανονική ζώνη διακύμανσης +/-15 % παρέσχε στην Τράπεζα της Ελλάδος άνετα περιθώρια ελιγμών με σκοπό να διατηρήσει την αυστηρή νομισματική πολιτική και να περιορίσει τις πληθωριστικές επιπτώσεις της υποτίμησης. Πράγματι, η υποτίμηση της δραχμής δεν πυροδότησε νέους γύρους κερδοσκοπικών υποτιμητικών πιέσεων, η επίπτωσή της στον πληθωρισμό ήταν περιορισμένη και ο ρυθμός αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας επιταχύνθηκε.

...Η διεύρυνση της ΕΕ με άλλα δέκα μέλη, μαζί με την Κύπρο, το 2004 δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις τόσο για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών όσο και για τις ίδιες τις εντασσόμενες χώρες. Η συμμετοχή στην ΕΕ αναμένεται να εξελιχθεί τελικά σε συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ, οπότε εύλογα γεννάται το ερώτημα ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό και τι ρόλο θα παίξει ο ΜΣΙ ΙΙ. Στο σημείο αυτό ειδικότερα, πιστεύω ότι η εμπειρία της Ελλάδος είναι χρήσιμη για τις εντασσόμενες χώρες.

Ας αρχίσω με ένα γενικό δίδαγμα: Η πραγματική και η ονομαστική σύγκλιση συμπληρώνουν και δεν υποκαθιστούν η μια την άλλη. Η ονομαστική σύγκλιση, που απαιτείται για την εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ότι αναστέλλει την οικονομική ανάπτυξη, στην πράξη όμως αυτό δεν συμβαίνει. Η περίπτωση της Ελλάδος είναι ένα εύγλωττο παράδειγμα.

Η δημοσιονομική εξυγίανση, σε συνδυασμό με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, συνέβαλε στη δημιουργία μακροοικονομικής σταθερότητας, που με τη σειρά της αύξησε τη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και επέδρασε ευεργετικά στην κατανάλωση. Σημαντική ώθηση στην κατανάλωση έδωσε επίσης η παρατεταμένη σταθερή άνοδος των πραγματικών εισοδημάτων. Η βελτίωση του επιχειρηματικού και καταναλωτικού κλίματος οδήγησε, από το 1996 και εξής, σε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα υψηλότερους από το μέσο όρο της ΕΕ. Κατά συνέπεια, η ονομαστική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας συνοδεύθηκε από πραγματική σύγκλιση του ελληνικού κατά κεφαλήν εισοδήματος προς το μέσο όρο της ΕΕ.

Επί του παρόντος, τα συναλλαγματικά καθεστώτα των εντασσόμενων χωρών ποικίλλουν, από την ελεύθερη διακύμανση μέχρι και το διοικητικό καθορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας μέσω επιτροπής συναλλάγματος. Το Ευρωσύστημα φρονεί ότι ο ΜΣΙ ΙΙ είναι συμβατός με διάφορες συναλλαγματικές στρατηγικές, με εξαίρεση δύο επιλογές που δεν συνάδουν προς το σκεπτικό της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Αυτές είναι η «ευρωποίηση» (η μονομερής υιοθέτηση του ευρώ ως νόμιμου χρήματος) και η σύνδεση του νομίσματος με άλλα νομίσματα αναφοράς εκτός του ευρώ. Και πάλι όμως υπάρχουν πολλές επιλογές για τις εντασσόμενες χώρες.

Βεβαίως η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ επί μία τουλάχιστον διετία χωρίς σοβαρές εντάσεις είναι ένα από τα κριτήρια για την ένταξη στη ζώνη του ευρώ. Το διάστημα αυτό όμως είναι το ελάχιστο απαιτούμενο και όχι το μέγιστο. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι αμέσως μετά την παρέλευση της διετίας η χώρα θα ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ.

Ο ΜΣΙ ΙΙ θα πρέπει να ερμηνευθεί πιο θετικά, ως ένα πλαίσιο που επιτρέπει την αντιμετώπιση διαφόρων προκλήσεων μακροοικονομικής πολιτικής. Η ονομαστική σύγκλιση δεν είναι προαπαιτούμενο για την ένταξη στον ΜΣΙ ΙΙ. Απεναντίας, όπως έχει δείξει η πείρα, συμβαίνει μάλλον το αντίστροφο: η υιοθέτηση ενός στόχου για τη συναλλαγματική ισοτιμία στο πλαίσιο ενός συστήματος όπως ο ΜΣΙ ΙΙ μπορεί να προωθήσει την ονομαστική σύγκλιση. Συνεπώς ο ΜΣΙ ΙΙ δεν είναι απλώς «προθάλαμος» για την υιοθέτηση του ευρώ.

...Η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ από μόνη της βεβαίως δεν αρκεί. Όπως έδειξε η εμπειρία της Ελλάδος που περιέγραψα, η σύνδεση της συναλλαγματικής ισοτιμίας με το ευρώ είναι διατηρήσιμη μόνο, αν υποστηρίζεται και από τις άλλες οικονομικές πολιτικές. Με αυτή την έννοια, η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ χρησιμεύει ως δοκιμή για τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει εν προκειμένω η δημοσιονομική πολιτική. Αν το μείγμα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής δεν είναι το ενδεδειγμένο, αν δηλ. παράλληλα με την αυστηρή νομισματική πολιτική ασκείται χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, τότε παρακωλύεται η διαδικασία σύγκλισης και υπάρχει κίνδυνος να προκύψουν υψηλά πραγματικά επιτόκια και να κλονιστεί η εμπιστοσύνη στο νόμισμα.

Πέρα από τη δημοσιονομική πολιτική, εξίσου μεγάλη σημασία έχει και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Κάτι τέτοιο μπορεί να διασφαλιστεί με την επαρκή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αγορών. Η ιστορία διδάσκει ότι σε περιόδους ραγδαίων αλλαγών του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι σύνηθες τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αναλαμβάνουν επισφαλείς θέσεις (όπως υπερβολικά χρηματοδοτικά ανοίγματα προς ένα συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας ή μεγάλου ύψους ανοικτές συναλλαγματικές θέσεις).

...Η κυπριακή οικονομία έχει επιτύχει υψηλό βαθμό ονομαστικής σύγκλισης τα τελευταία χρόνια και είναι πολύ κοντά στην εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Εξάλλου, η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ θα πρέπει να θεωρηθεί φυσική προέκταση της επιτυχούς μονομερούς σύνδεσης της κυπριακής λίρας προς τη στερλίνα και στη συνέχεια προς το ευρώ, που εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια η Κύπρος. Η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων θα ενισχύσει το βαθμό της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης μεταξύ της Κύπρου και των άλλων χωρών της ΕΕ, ενδέχεται όμως να προκαλέσει αυξημένες εισροές κεφαλαίων στη χώρα, οι οποίες, όπως είδαμε στην περίπτωση της Ελλάδος, είναι δυνατόν να δυσχεράνουν την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.

Ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας, ως ιδρύματος υπεύθυνου για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι υψίστης σημασίας στη διαδικασία αυτή...»



Προτεινόμενα για εσάς


Σχετικά σύμβολα

  • ΕΛΛ



Σχολιασμένα