Σημαντικά οφέλη τόσο για τους συμμετέχοντες στην αγορά, όσο και για το ελληνικό δημόσιο, απέφερε η λειτουργία της Ηλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (ΗΔΑΤ), που συμπλήρωσε τρισήμισυ χρόνια επιτυχούς λειτουργίας.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), τα κυριότερα χαρακτηριστικά της αγοράς ήταν η θεαματική αύξηση της ρευστότητας (μέση ημερήσια αξία συναλλαγών 2.260 εκατ. ευρώ ή 770 δισ. δρχ. κατά το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2001) και η αποκλιμάκωση της διαφοράς (spread) των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων έναντι των αντίστοιχων τίτλων των χωρών της ζώνης ευρώ και, κυρίως, της Γερμανίας, η οποία υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο ρεκόρ των 33 μονάδων βάσης (bps) στις 27 Δεκεμβρίου.
Αναλυτικότερα, καθοριστικό ρόλο στις θετικές εξελίξεις που γνώρισε η αγορά τίτλων του δημοσίου είχε η ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις και για την αναβάθμιση (σε Α από Α-) του χρέους του ελληνικού δημοσίου σε εγχώριο νόμισμα (ευρώ, από την 1 Ιανουαρίου 2001) από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας Standard & Poor's και Fitch IBCA τον Μάρτιο και τον Ιούνιο αντιστοίχως. Οι κινήσεις αυτές συνετέλεσαν στην ενίσχυση της ελκυστικότητας των ελληνικών κρατικών τίτλων, που οδήγησε σε άνοδο των τιμών με αποτέλεσμα την καταγραφή σημαντικών κεφαλαιακών κερδών για τους κατόχους τους. Πράγματι, καθ'όλη τη διάρκεια του 2001, εκτός από τον Δεκέμβριο, η πορεία των τιμών των ομολόγων σε όλες τις διάρκειες ήταν ανοδική της τάξεως των 50-60 μονάδων βάσης, στο τμήμα της καμπύλης αποδόσεων από 2 έως 4 έτη, και μέχρι 316-394 μονάδων, στο τμήμα της καμπύλης πέραν των 15 ετών.
Η τιμή του δεκαετούς αντιπροσωπευτικού ομολόγου (benchmark), που κατά την κοινοπρακτική του έκδοση στις 30.1.2001 είχε διαμορφωθεί σε 99,678 (με απόδοση 5,35%), έκλεισε σε 100,440 (5,28%) στις 28.12.2001 και η τιμή του εικοσαετούς ομολόγου ανήλθε σε 109,360 (5,65%) από 105,420 (6,01%) στο τέλος του προηγούμενου έτους. Η προς τα κάτω διόρθωση που παρουσίασαν οι τιμές των ομολόγων τον Δεκέμβριο στις διεθνείς αγορές, και κατ'επέκταση και στην ελληνική, οφειλόταν αφ'ενός στις κινήσεις των επενδυτών για αποκόμιση κερδών πριν το κλείσιμο του δημοσιονομικού έτους και, αφ'ετέρου, στα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης των μακροοικονομικών συνθηκών παγκοσμίως και, κυρίως, στις ΗΠΑ.
Παράλληλα, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στις χώρες της ζώνης του ευρώ, καθώς και οι διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Federal Reserve κατά τη διάρκεια του 2001 και, ιδιαίτερα, μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου εναντίον των ΗΠΑ, συνέβαλαν στη σταδιακή πτώση των αποδόσεων των τίτλων του ελληνικού δημοσίου, που ακολούθησαν τις τάσεις στις διεθνείς αγορές ομολόγων. Ετσι, δόθηκε η δυνατότητα στο ελληνικό δημόσιο αφ'ενός να χρηματοδοτήσει τις δανειακές του ανάγκες σε εγχώριο νόμισμα, με αντίστοιχο περιορισμό του δανεισμού του σε συνάλλαγμα, και αφ'ετέρου να μειώσει σημαντικά το αντίστοιχο κόστος. Για παράδειγμα, η απόδοση του 12μηνου εντόκου γραμματίου, που αποτελεί τη βάση υπολογισμού των τόκων όλων των ομολόγων κυμαινομένου επιτοκίου που έχει εκδόσει το δημόσιο στο παρελθόν, κατά την πρώτη δημοπρασία, τον Φεβρουάριο 2001, διαμορφώθηκε σε 4,24% ενώ κατά την τελευταία, τον Δεκέμβριο 2001, μειώθηκε σε 3,02%. Επίσης, η απόδοση κατά την έκδοση (18.4.2000) του προηγούμενου δεκαετούς ομολόγου είχε διαμορφωθεί σε 6%, ενώ κατά την έκδοση του τελευταίου έκλεισε σε 5,35%.
Αλματώδης ήταν η αύξηση της αξίας των συναλλαγών στην ΗΔΑΤ, που ανήλθε σε 314 δισεκ. ευρώ το 2001 έναντι 64 περίπου δισεκ. ευρώ το 2000. Η μεγαλύτερη συναλλακτική κίνηση σημειώθηκε το τελευταίο τρίμηνο του έτους, και ιδιαίτερα τον Νοέμβριο (57 δισεκ. ευρώ), ενώ η μέση μηνιαία αξία συναλλαγών κατά το 12μηνο διαμορφώθηκε σε 26,2 δισεκ. ευρώ από 5,3 δισεκ. ευρώ το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Το σύνολο της αξίας των συναλλαγών που κατεγράφησαν στο Σύστημα Αϋλων Τίτλων ανήλθε σε 2.835 δισ. ευρώ (11.339 εκατ. ευρώ ή 3.864 δισ. δρχ. κατά μέσο όρο ημερησίως) το 2001 από 1.035 δισ. ευρώ το 2000.
Η σημαντική αύξηση της ρευστότητας στην αγορά αντικατοπτρίσθηκε και στον περιορισμό του περιθωρίου μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης (bid/ask spread) των τίτλων. Το περιθώριο αυτό, όπως συμβαίνει και στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές αγορές, είναι πλέον κυμαινόμενο ανάλογα με την εναπομένουσα διάρκεια των τίτλων μέχρι τη λήξη. Κατά τη διάρκεια του 2001 το περιθώριο κυμάνθηκε μεταξύ 2 και 7 μονάδων βάσης (bps) για τους τίτλους με διάρκεια μέχρι 7 έτη, από 5 έως 10 bps για τους τίτλους διάρκειας μέχρι 11 έτη και μεταξύ 7 και 15 bps για τίτλους διάρκειας πέραν των 11 ετών. Το μέσο μηνιαίο περιθώριο το 2000 ήταν 19 bps καθ'όλο το μήκος της καμπύλης αποδόσεων.
Θεαματικός ήταν και ο περιορισμός της διαφοράς (spread) των αποδόσεων των ελληνικών έναντι των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατικών τίτλων, αντανακλώντας την εμπιστοσύνη εγχώριων και ξένων επενδυτών στην ελληνική αγορά κεφαλαίων. Η μέση διαφορά της απόδοσης μεταξύ του δεκαετούς ελληνικού και του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου benchmark μειώθηκε σε 38 bps τον Δεκέμβριο 2001 από 62 bps τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι, ενώ το χαμηλότερο επίπεδο ρεκόρ (33 bps) σημειώθηκε στις 27 του ιδίου μηνός.
Σημαντική συμβολή στη θετική πορεία της αγοράς είχε και η απόφαση να χορηγηθεί, από το 2001, η ιδιότητα του Βασικού Διαπραγματευτή Αγοράς (Primary Dealer) και σε ξένες τράπεζες οι οποίες διαπραγματεύονται στην ΗΔΑΤ απευθείας από το εξωτερικό, κυρίως από το Λονδίνο, με τη μέθοδο της πρόσβασης από απόσταση (remote access).
Τις καλές προοπτικές της αγοράς και για το 2002 αντανακλά ο σημαντικός αριθμός ξένων τραπεζών που υπέβαλαν υποψηφιότητα για την απόκτηση της ιδιότητας του Βασικού Διαπραγματευτή κατά το τρέχον έτος, η οποία χορηγήθηκε σε 12 ξένες (οι 10 διαπραγματεύονται από τα γραφεία τους στο εξωτερικό) και πέντε ελληνικές τράπεζες.
Δεδομένου ότι τα επιτόκια καταθέσεων κυμαίνονται πλέον σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα ενώ οι ελληνικοί τίτλοι θα συνεχίσουν να προσφέρουν υψηλά τοκομερίδια μέχρι τη λήξη τους, το ευρύτερο κοινό αναμένεται ότι, υπό κανονικές συνθήκες, θα προβεί σε μεγαλύτερες επενδύσεις σε ομόλογα προκειμένου να εξασφαλίσει καλύτερες αποδόσεις στις οικονομίες του.