Πιο φιλόδοξους στόχους για τα φωτοβολταϊκά αλλά και για το σύνολο των ΑΠΕ προτείνει ο Σύνδεσμος Εταιρειών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ), τόσο σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (2020) όσο και μακροπρόθεσμα (2050).
Συγκεκριμένα, ο ΣΕΦ προτείνει αναθεώρηση προς τα πάνω του στόχου για το 2020, με ποσοστό ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας 60% (και τουλάχιστον 10 γιγαβάτ (GWp) φωτοβολταϊκών), καθώς και κάλυψη του συνόλου της ηλεκτροπαραγωγής με ΑΠΕ ως το 2035 (με τουλάχιστον 30 GWp φωτοβολταϊκών) και του συνόλου των ενεργειακών αναγκών με ΑΠΕ ως το 2050.
Δεδομένης της διαρκούς μείωσης του κόστους των φωτοβολταϊκών και της ωρίμανσης των λοιπών τεχνολογιών ΑΠΕ, η υλοποίηση των στόχων αυτών μπορεί να επιτευχθεί με εύλογο κόστος, υποστηρίζει η ΣΕΦ στην ανακοίνωσή του. Ειδικά για την περίοδο από το 2015 και μετά, εκτιμάται ότι από την προτεινόμενη ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών θα υπάρξει καθαρό όφελος για τα δημόσια οικονομικά και θα δημιουργηθούν 50.000 θέσεις εργασίας ως το 2020.
Σχολιάζοντας την Έκθεση Μακροχρόνιου Σχεδιασμού που παρουσίασε το ΥΠΕΚΑ, ο ΣΕΦ αναγνωρίζει ως θετικό το γεγονός ότι το νέο κείμενο είναι πιο κοντά στο πνεύμα των αντίστοιχων ευρωπαϊκών Οδικών Χαρτών και τολμά να εξετάσει και σενάρια βασισμένα έως και κατά 80%-99% σε ΑΠΕ στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής.
Παρόλα αυτά, ο ΣΕΦ υποστηρίζει πως η έκθεση «δεν πετυχαίνει σε κανένα από τα σενάρια που εξέτασε τον κοινοτικό στόχο για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 80%-95% ως το 2050 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990». Ο στόχος για 10-11,5 GWp φωτοβολταϊκών το 2050 φαντάζει πολύ μικρός, λέει ο Σύνδεσμος, ενώ σημειώνει επίσης πως η έκθεση δείχνει να είναι παγιδευμένη στις μέχρι πρότινος τάσεις της αγοράς σε ό,τι αφορά στο μείγμα των τεχνολογιών ΑΠΕ.
Ο ΣΕΦ τονίζει ότι με την πρότασή του όχι μόνο διασφαλίζονται αλλά αυξάνονται οι θέσεις εργασίας στον κλάδο, σε μια περίοδο που η ανεργία αποτελεί μείζον πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας.