Διευκρινίσεις σχετικά με το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της δίνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), με αφορμή ισχυρισμούς σχετικά με το νομικό καθεστώς της ως εισηγμένης ανώνυμης εταιρείας «και ότι αυτό, λόγω δήθεν ανεπαρκούς κρατικού ελέγχου, δημιουργεί κίνδυνο να περιέλθει ο έλεγχος της ΤτΕ σε ιδιωτικά και μάλιστα ξένα συμφέροντα».
Συγκεκριμένα, η ΤτΕ επισημαίνει ότι η ανεξαρτησία των Κεντρικών Τραπεζών συνιστά παλαιά θεσμική κατοχύρωση που διασφαλίζει την ομαλή και αποτελεσματική εκτέλεση των ειδικών λειτουργιών τους, με κύριο στόχο τη διαφύλαξη της νομισματικής σταθερότητας.
Για την ΤτΕ, από την ίδρυσή της το 1927, προκρίθηκε, ως μέσο διασφάλισης της ανεξαρτησίας της, η σύστασή της με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας και η θέσπιση ανωτάτου ορίου στη συμμετοχή του Δημοσίου.
Όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση, η εισαγωγή της ΤτΕ στο Χρηματιστήριο έγινε λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή της, με κυβερνητική ενθάρρυνση και προφανή στόχο την ενίσχυση τόσο του κύρους του Χρηματιστηρίου όσο και της δικής της αξιοπιστίας (μέσω της μεγαλύτερης διαφάνειας που συνεπάγεται η αυξημένη λογοδοσία) ως Κεντρικής Τράπεζας.
Διευκρινίζεται επίσης ότι το Καταστατικό της ΤτΕ (Ν. 3424/1927 όπως ισχύει) με σειρά βασικών διατάξεων καθιέρωσε και οριοθέτησε εξ αρχής το ρόλο της ως φορέα δημόσιων λειτουργιών, πράγμα που έχει, άλλωστε, επιβεβαιώσει, ήδη από το 1939, το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η ΤτΕ επισημαίνει ακόμη ότι το πλαίσιο λειτουργίας της συνδυάζει αρμονικά τη θεμελιώδη επιταγή της ανεξαρτησίας, που μάλιστα επαναβεβαιώθηκε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 5Α΄του Καταστατικού), με το εύλογο αίτημα λογοδοσίας και ελέγχου.
Η λογοδοσία γίνεται τόσο προς τη Βουλή όσο και προς την Κυβέρνηση (άρθρο 5Β΄του Καταστατικού), καταλαμβάνει δε όχι μόνο την άσκηση της νομισματικής πολιτικής αλλά και ολόκληρο το πεδίο της εποπτικής αρμοδιότητας της ΤτΕ. Ο δημόσιος μάλιστα έλεγχος, διασφαλιζόμενος με την παρουσία στις συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου και της Γενικής Συνέλευσης εκπροσώπου της Πολιτείας, επεκτείνεται, επί θεμάτων νομιμότητας, σε πλήρη έλεγχο των στοιχείων της ΤτΕ (άρθρο 47 του Καταστατικού).
Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα της ανάληψης της μετοχικής πλειοψηφίας από το Δημόσιο, για το οποίο γίνεται και πρόσφατα λόγος, η ΤτΕ σημειώνει πως χρήζει στοιχειώδους προσοχής ότι το ισχύον ανώτατο όριο συμμετοχής του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο της ΤτΕ (35%) δεν επηρεάζει ούτε στο ελάχιστο την πραγματική δυνατότητα ελέγχου του Δημοσίου στη Γενική Συνέλευση αυτής.
Και τούτο διότι, όπως λέει η κεντρική τράπεζα, «στις Γενικές Συνελεύσεις των Μετόχων της ΤτΕ τα ΝΠΔΔ, οι Δημόσιοι Οργανισμοί Κοινής Ωφέλειας ως και τα Ασφαλιστικά Ταμεία που είναι μέτοχοι εκπροσωπούνται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας ή του υπό τούτων οριζομένου κοινού εκπροσώπου» (άρθρο 2 Ν. 2293/1953, όπως ισχύει). Με αυτόν τον τρόπο το Δημόσιο, χωρίς να χρειάζεται καν να προσεγγίσει το προαναφερόμενο όριο του 35%, ελέγχει πανηγυρικά τη Γενική Συνέλευση της ΤτΕ.
Πράγματι, λέει η ΤτΕ, λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού των λοιπών μετόχων της ΤτΕ που ανήκουν στη γενική κυβέρνηση και, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία εκπροσωπούνται από αυτό (περί το 35% σήμερα), το Δημόσιο συγκεντρώνει ποσοστό, το οποίο μπορεί να φθάσει το 70% περίπου επί του κεφαλαίου, χωρίς να χρειασθεί καμιά καταστατική ή νομοθετική μεταβολή αλλά με μόνη την εξάντληση του υπάρχοντος ορίου.
Στην πραγματικότητα, όπως αυτή επιβεβαιώνεται ανεξαιρέτως τις τελευταίες δεκαετίες, το Δημόσιο εκπροσωπεί και ψηφίζει με ποσοστό άνω του 95% επί των παρόντων στις Γενικές Συνελεύσεις της ΤτΕ, καθώς μάλιστα η μεγάλη διασπορά των μετοχών που ανήκουν στους ιδιώτες μετόχους της (ουδείς κατέχει ποσοστό υψηλότερο του 0,6%) δεν διευκολύνει την ουσιώδη, ποσοτικά, εκπροσώπησή τους στη Γενική Συνέλευση.
Αλλωστε, σύμφωνα με την πρόσφατη πρόταση τροποποίησης του Καταστατικού της ΤτΕ, κανένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, πλην του Δημοσίου και των εκπροσωπούμενων από αυτό νομικών προσώπων, δεν έχει δικαίωμα ψήφου για μετοχές που αντιπροσωπεύουν ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο της ΤτΕ ανώτερο του 2%.
Τέλος, προς υπογράμμιση του θεσμικά κατοχυρωμένου στενού δεσμού μεταξύ ΤτΕ και Δημοσίου, η ΤτΕ αναφέρει την από το Καταστατικό (άρθρο 71) προνομιακή θέση του τελευταίου κατά τη διανομή των κερδών της ΤτΕ, καθώς, μετά τον καταλογισμό των προβλέψεων και τη διανομή μερίσματος σε όλους τους μετόχους, στο πλαίσιο της οποίας το Δημόσιο μετέχει κατά το ποσοστό του, όλο το υπόλοιπο τμήμα των κερδών περιέρχεται σ' αυτό. Έτσι το Δημόσιο (χωρίς τα εκπροσωπούμενα από αυτό νομικά πρόσωπα) λαμβάνει συνολικά από τα κέρδη της ΤτΕ, ανεξάρτητα από το ποσοστό με το οποίο συμμετέχει στο μετοχικό της κεφάλαιο, ποσοστό που κυμαίνεται περί τα 4/5 και που, ειδικώς για την παρελθούσα χρήση, ανήλθε στο 91% αυτών.
Επομένως, σύμφωνα με την ΤτΕ, προκύπτει με σαφήνεια ότι τα περί δήθεν ελέγχου της από ιδιώτες, οι οποίοι - περιττό να τονισθεί - είναι, σχεδόν στο σύνολό τους, φυσικά πρόσωπα ή ΝΠΙΔ με ελληνική, αντίστοιχα, υπηκοότητα ή έδρα, προβάλλονται αβασάνιστα και δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα. Αυτό γιατί στη Γενική Συνέλευση της ΤτΕ το Δημόσιο και οι μέτοχοι που υπάγονται στη γενική κυβέρνηση ελέγχουν, μέσω θεσμικής παρέμβασης που έχει γίνει ήδη προ εξηκονταετίας (Ν.2293/1953), ποσοστό που φθάνει εν τοις πράγμασι το 95%.
Πέραν δε τούτου πρέπει, ως εξίσου θεσμικά σημαντικό, να σημειωθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, οι κρίσιμες, κατ' ανάθεση δημόσιας εξουσίας, αρμοδιότητες της ΤτΕ (νομισματική, εκδοτική, εποπτική) δεν ασκούνται καν μέσω των συλλογικών εταιρικών οργάνων, περιλαμβανομένης της Γενικής Συνέλευσης, αλλ' αποκλειστικά και μόνον από όργανα που έχουν διορισθεί με Πράξεις της Πολιτείας (Διοικητής, Υποδιοικητές, Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής) παντελώς αυτόνομα από το νομικό πρόσωπο της ΤτΕ.
«Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ΤτΕ έχει ήδη υποστεί, από την ίδρυσή της και ιδίως κατά την τελευταία δεκαπενταετία, ομαλή, σταδιακή προσαρμογή προς τις πλέον σύγχρονες κατευθύνσεις, πράγμα το οποίο άλλωστε έχει πιστοποιηθεί κατ' επανάληψη από την ΕΚΤ», καταλήγει η ΤτΕ στην ανακοίνωσή της.