Υπέρ της ενίσχυσης του μετοχικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) τάχθηκαν ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο και ο πρόεδρος της ΕΤΕπ Βέρνερ Χόιερ.
Με αυτήν την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου το χρηματοδοτικό όργανο της ΕΕ θα μπορέσει την προσεχή τριετία να δανείσει 60 δισ. ευρώ και με τη διαδικασία της μόχλευσης να αποδεσμεύσει ρευστότητα έως και 180 δισ. ευρώ σε νευραλγικούς τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας, συμφωνούν οι κ.κ. Μπαρόζο και Χόιερ στην επιστολή, που απευθύνουν από κοινού στους Ευρωπαίους ηγέτες.
«Προκειμένου η ανάπτυξη στην Ευρώπη να αποκατασταθεί, έχουμε την ανάγκη και μεταρρυθμίσεων και στοχευμένων επενδύσεων» αναφέρει ο κ. Μπαρόζο στη δική του ανακοίνωση. «Μία αύξηση 10 δισ. ευρώ στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΤΕπ μπορεί να προκαλέσει επενδύσεις συνολικού ποσού, που να φθάνει το 18πλάσιο των 10 δισ. ευρώ».
Το θέμα της ανακεφαλαιοποίησης της ΕΤΕπ θα συμπεριληφθεί στην ατζέντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 28 και 29 Ιουνίου στις Βρυξέλλες.
'Ήδη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταρτίσει έναν λεπτομερή κατάλογο, που έχει υπόψη του το Γαλλικό πρακτορείο, στον οποίο απαριθμούνται πρόσθετα δάνεια που η ΕΤΕπ μπορεί να συνάψει μετά την εν λόγω αύξηση κεφαλαίου.
Διευκρινίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο ότι μεγάλα ποσά σχεδιάζεται να διοχετευτούν (έως και 15 δισ. ευρώ τους 36-48 επόμενους μήνες) στις βιομηχανίες της προηγμένης τεχνολογίας, στα «καθαρά» αυτοκίνητα, στην «καθαρή» ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες.
Ανάλογα ποσά πρόκειται να διατεθούν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, προκύπτει από τον ίδιο κατάλογο, στις στρατηγικού χαρακτήρα υποδομές, αυτές που αφορούν την χρήση του διαδίκτυου με χαμηλό κόστος, αλλά και στις διασυνοριακές μεταφορές, σε περιοχές όπου σήμερα είναι απούσες.
Επίσης έως και 20 δισ. ευρώ πρόκειται να διατεθούν για την ενεργειακή αποτελεσματικότητα και, πλέον συγκεκριμένα, στη διαχείριση υδάτινων πόρων, αποβλήτων, και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Εφόσον εγκριθεί η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της ΕΤΕπ, τότε τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ «πρόκειται να συνεισφέρουν αναλόγως του εθνικού πλούτου τους» με τη διευκρίνιση ότι για τα τέσσερα πλουσιότερα μέλη -Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία- σε καμία περίπτωση η εθνική συνεισφορά δεν μπορεί να υπερβεί το 17% του συνόλου.