Σε υποβάθμιση των προβλέψεών του για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας προχώρησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για το 2013, από 4,1% που προέβλεπε τον Απρίλιο σε 3,9%. Σταθερή διατήρησε, ωστόσο, την εκτίμησή του για το τρέχον έτος στο 3,5%.
Το ΔΝΤ προειδοποιεί παράλληλα ότι τα μέτρα που λαμβάνονται στην Ευρώπη δεν έχουν κατορθώσει να καθησυχάσουν τις αγορές και να αποκαταστήσουν τη δυναμική της ανάπτυξης.
Το Ταμείο αναφέρεται κυρίως «στην αυξανόμενη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα» στην Ελλάδα και στα «προβλήματα» του τραπεζικού τομέα της Ισπανίας, διερωτώμενο «μέχρι πότε» οι Ευρωπαίοι εταίροι των δύο χωρών θα τους παρέχουν βοήθεια. Λόγω της «ανησυχίας» αυτής, μείωσε κατά 0,2% την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της ευρωζώνης το 2013, περιορίζοντάς την στο 0,7%. Για φέτος η πρόβλεψη παραμένει η ίδια: ύφεση της τάξης του 0,3%.
«Η αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωζώνη αποτελεί την απόλυτη προτεραιότητα», υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης. «Εάν εφαρμοστούν εξ ολοκλήρου αυτά που συμφωνήθηκαν θα κοπούν οι ανεπιθύμητοι δεσμοί ανάμεσα στα κράτη και τις τράπεζες και θα επιτευχθεί τραπεζική ενοποίηση».
Ακόμη και οι συγκρατημένες εκτιμήσεις του ΔΝΤ μπορεί να αποδειχθούν αισιόδοξες εάν δεν λάβει η Ευρώπη τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους και εάν οι πολιτικές τόνωσης της ανάπτυξης στις αναπτυσσόμενες αγορές δεν αποδώσουν. «Είναι σαφές ότι οι κίνδυνοι εξακολουθούν να φαίνονται ιδιαιτέρως σημαντικοί, αντιπροσωπεύοντας κυρίως τον κίνδυνο λήψης καθυστερημένων ή ανεπαρκών μέτρων πολιτικής», αναφέρει η έκθεση.
Στα μέτρα που προτείνει το ΔΝΤ για την Ευρώπη περιλαμβάνεται η ανάγκη βαθύτερης τραπεζικής ενοποίησης, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει και ένα σύστημα εγγύησης καταθέσεων μεταξύ των ηπείρων, η δρομολόγηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης, η λήψη περαιτέρω μέτρων νομισματικής χαλάρωσης και η εκπόνηση καλύτερων πολιτικών για δημοσιονομική εξυγίανση στις χώρες που προσπαθούν να πείσουν τους διεθνείς επενδυτές για τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα.
Υψηλότερο έλλειμμα και χρέος για την Ελλάδα
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το ΔΝΤ εκτιμά πως το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα (που δεν περιλαμβάνει τη δαπάνη για τόκους) θα είναι φέτος υψηλότερο κατά 0,5% έως 1% του ΑΕΠ σε σχέση με το στόχο που είχε τεθεί, αν δεν υπάρξουν περαιτέρω αλλαγές στην οικονομική πολιτική.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση επικαιροποίησης των προβλέψεων του Ταμείου για τα δημοσιονομικά μεγέθη των χωρών-μελών του, σημειώνει ότι το πρωτογενές έλλειμμα θα τείνει προς το 1,5% έως 2% του ΑΕΠ αντί του 1% που προβλέπεται στη δεύτερη δανειακή σύμβαση.
Το ΔΝΤ αναφέρει ότι η κατάσταση στην Ελλάδα παραμένει ρευστή. Η επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και η άνιση εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων έχουν επιβαρύνει τα δημόσια έσοδα φέτος, ενώ οι χρηματοδοτικοί περιορισμοί οδηγούν στη μείωση των δαπανών σε σχέση με τα μεγέθη του προϋπολογισμού, προσθέτει το ΔΝΤ. Το Ταμείο τονίζει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή προχωρά και στις τρεις χώρες της Ευρωζώνης που έχουν προγράμματα στήριξης, αλλά σημειώνει ότι η πρόσφατη επιδείνωση του πολιτικού και οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα χρησιμεύει ως προειδοποίηση για τη δυνητική έναρξη μίας «κόπωσης από την προσαρμογή», η οποία αποτελεί απειλή για τη συνέχεια εφαρμογής του προγράμματος.
Το ΔΝΤ προβλέπει επίσης υψηλότερο δημόσιο χρέος, όπως και συνολικό έλλειμμα για την Ελλάδα σε σχέση με τις εκτιμήσεις που είχε κάνει τον Απρίλιο του 2012. Ειδικότερα προβλέπει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί φέτος στο 162,6% του ΑΕΠ και το 2013 στο 171% του ΑΕΠ, αυξημένο κατά 9,4% και 10% αντίστοιχα, σε σχέση με την πρόβλεψη του Απριλίου.
Για το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί φέτος στο 7% και το 2013 στο 2,7% του ΑΕΠ, αυξημένο κατά 0,2% και 1,9%, αντίστοιχα. Για το κυκλικά προσαρμοσμένο έλλειμμα, προβλέπει ότι θα φθάσει φέτος στο 4,5% του ΑΕΠ και ότι το 2013 θα υπάρξει πλεόνασμα 0,2% του ΑΕΠ, μία υπέρβαση της τάξης του 0,1% και 2,9% αντίστοιχα από τις προβλέψεις του Απριλίου.
Πάντως, υπάρχει υποσημείωση, ωστόσο, στο σχετικό πίνακα της έκθεσης του ΔΝΤ, που αναφέρεται ότι οι προβλέψεις για τα τρία παραπάνω μεγέθη της Ελλάδας πρόκειται να αναθεωρηθούν.
Σε ό,τι αφορά την Ισπανία, το ΔΝΤ αναμένει πως θα παραμείνει σε ύφεση το 2013. Το Ταμείο, που προέβλεπε τον Απρίλιο μία υποχώρηση του ισπανικού ΑΕΠ για το 2012, αλλά ευελπιστούσε σε μία ισχνή ανάπτυξη του (0,1%) για το 2013, υποστήριξε σήμερα πως οι «κλυδωνισμοί» στο εσωτερικό της χώρας έχουν ενταθεί. Η Ισπανία έχει αναγκασθεί να προσφύγει για δανεισμό 65 δισ. ευρώ στην ΕΕ.
Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ εκτιμά πως η ισπανική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 1,5% το 2012 (έναντι 1,8% που προέβλεπε τον Απρίλιο) και η ύφεση θα συνεχισθεί και το 2013, με μία πτώση κατά 0,6% -έναντι ανάπτυξης κατά 0,1%, που αναφερόταν στις εαρινές προβλέψεις του.
Για το 2012, το ΔΝΤ ευελπιστεί σε μία μείωση του δημοσίου ελλείμματος από το 8,9% το 2011 στο 7% (επιδείνωση των προβλέψεων του Απριλίου κατά μία ποσοστιαία μονάδα).
Το ΔΝΤ επίσης αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη στη Γαλλία το 2012 και το 2013. Σύμφωνα με τις νέες εκτιμήσεις, το γαλλικό ΑΕΠ αναμένεται ότι θα αυξηθεί φέτος κατά 0,3%, (δηλαδή 0,1 μονάδα λιγότερο απ' όσο προέβλεπε το ΔΝΤ τον Απρίλιο) και κατά 0,8% το 2013 (μείωση κατά 0,2% σε σχέση με την προηγούμενη πρόβλεψη).
Στις αρχές Ιουλίου ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζαν-Μαρκ Ερό είχε επίσης αναθεωρήσει τις προβλέψεις για την ανάπτυξη που πλέον είναι ταυτόσημες με αυτές του ΔΝΤ για φέτος αλλά πιο αισιόδοξες (στο +1,2%) για του χρόνου. Στη σημερινή ανακοίνωσή του το Ταμείο δεν κάνει κανένα συγκεκριμένο σχόλιο για τη Γαλλία για να εξηγήσει την αναθεώρηση αυτή αλλά αναφέρεται γενικότερα στα προβλήματα της ευρωζώνης, τις πιέσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και την υπερχρέωση των χωρών.
Για την πρώτη οικονομία της ευρωζώνης, τη Γερμανία, το ΔΝΤ είναι πιο αισιόδοξο. Έτσι, αναθεωρεί προς τα πάνω την ανάπτυξη της για φέτος στο 1% και στο 1,4% για το 2013.
Όσον αφορά την Βρετανία το ΔΝΤ προχώρησε σε σημαντική αναθεώρηση της πρόβλεψής του. Έτσι, θεωρεί ότι φέτος η ανάπτυξη θα φτάσει μόνο το +0,2% (αντί για 0,8%) και του χρόνου θα είναι 1,4% (αντί για 2%).