Αβάσιμες χαρακτηρίζει η Ελληνική Ενωση Τραπεζών τις αιτιάσεις για μη συμμόρφωση των τραπεζών με τις διατάξεις του Ν. 3689/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων.
Σύμφωνα με την ΕΕΤ, από την έναρξη της ισχύος του νόμου μέχρι και σήμερα έχουν κατατεθεί - και παραληφθεί από τις τράπεζες περισσότερα από 25.000 αιτήματα εξωδικαστικού συμβιβασμού κάτι που -όπως επισημαίνει η Ενωση- αποδεικνύει ότι ουδεμία άρνηση υφίσταται από πλευράς των τραπεζών να παραλαμβάνουν αιτήματα.
Μεταξύ άλλων η ΕΕΤ κάνει λόγο για σειρά προβλημάτων που διαπιστώθηκε κατά την επεξεργασία των αιτημάτων.
Η σχετική ανακοίνωση καταλήγει με τη διαβεβαίωση ότι οι τράπεζες καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να εφαρμόσουν το νόμο και να διευκολύνουν τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, χωρίς ωστόσο, όπως ξεκαθαρίζεται, «να διακυβεύονται τα εύλογα και θεμιτά συμφέροντα των καταθετών των τραπεζών, καθώς και των μετόχων τους».
Συγκεκριμένα, με αφορμή σχετική ανακοίνωση της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή (16/12), όπου αναφέρεται ότι τράπεζες είναι εν γένει απρόθυμες και ελλιπώς προετοιμασμένες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που θέτει ο ν. 3869/2010, αλλά και πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΚΠΟΙΖΩ, η ΕΕΤ υποστηρίζει ότι οι εν λόγω αιτιάσεις δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και αναλυτικά αναφέρει τα ακόλουθα:
1. Ο Ν. 3869/2010 αναφορικά με τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Σεπτεμβρίου 2010. Με το νόμο αυτό για πρώτη φορά εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της «πτώχευσης» φυσικών προσώπων-μη εμπόρων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε αυτόν στάδια, δηλαδή:
• το πρώτο στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού,
• το δεύτερο στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού, εφόσον αποτύχει ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, και
• το τρίτο στάδιο της δικαστικής ρύθμισης χρεών, εφόσον αποτύχει το στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού.
2. Οι τράπεζες, ήδη πολύ πριν τεθεί ο νόμος σε εφαρμογή, παρακολουθώντας τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις και ανταποκρινόμενες στη δυσμενή οικονομική συγκυρία, προέβησαν, παρά τα προβλήματα ρευστότητας που υπάρχουν στο τραπεζικό σύστημα, σε πάρα πολύ μεγάλο αριθμό ρυθμίσεων με οφειλέτες που αντιμετώπιζαν δυσχέρειες κατά την εξυπηρέτηση των δανείων τους, με ιδιαίτερα ευνοϊκές ρυθμίσεις και κοινωνική ευαισθησία. Μάλιστα δε, πρωτόβουλα, το σύνολο των τραπεζών είχε ήδη θεσπίσει και εφαρμόσει ειδικά προγράμματα για συγκεκριμένες κατηγορίες οφειλετών, όπως τους δημοσίους υπαλλήλους (λόγω της περικοπής των αποδοχών τους) και τους άνεργους, στους οποίους προσφέρθηκε επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων τους, υποδιπλασιασμός των δόσεων, ή ακόμα και άτοκη εξυπηρέτηση του δανείου.
Επισημαίνεται σχετικά ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις αφορούν περισσότερους από 250.000 δανειολήπτες και το ύψος τους οφειλές που υπερβαίνουν τα 4 δισ. ευρώ στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος.
3. Από την έναρξη της ισχύος του νόμου μέχρι και σήμερα έχουν κατατεθεί στις τράπεζες περισσότερα από 25.000 αιτήματα εξωδικαστικού συμβιβασμού (που αντιστοιχούν βέβαια σε σημαντικά μικρότερο αριθμό οφειλετών, καθώς πολλοί εξ αυτών έχουν υποβάλει αιτήσεις σε περισσότερες τράπεζες), τα οποία έχουν παραληφθεί στο σύνολό τους. Αυτό το γεγονός καταδεικνύει ότι ουδεμία άρνηση υφίσταται από πλευράς των τραπεζών να παραλαμβάνουν αιτήματα.
Όπως διευκρινίζεται, τα αιτήματα αυτά μετά την παραλαβή τους έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, κατά την οποία όμως, σύμφωνα πάντα με την ΕΕΤ, διαπιστώθηκαν τα εξής προβλήματα:
(α) Με αξιοσημείωτη συχνότητα, αιτήματα:
• δεν συνοδεύονται από δικαιολογητικά έγγραφα, τα οποία είναι απαραίτητα, ώστε να γίνει από τις τράπεζες ο έλεγχος συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου,
• έχουν υποβληθεί από εμπόρους, οι οποίοι εξαιρούνται ρητά από τις διατάξεις του νόμου,
• είναι ανυπόγραφα, ή
• έχουν υποβληθεί από οφειλέτες που κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος δεν είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές και εξυπηρετούσαν εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις τους (επισημαίνεται σχετικά ότι ο νόμος απαιτεί «μόνιμη αδυναμία» πληρωμής (έστω κάποιων) ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του οφειλέτη).
(β) Επιπλέον, τα δύο τρίτα των υποβληθέντων αιτημάτων δεν περιλαμβάνουν καμία απολύτως πρόταση διευθέτησης των οφειλών προς τις τράπεζες. Η επισήμανση αυτή συνάγεται και από το δελτίο τύπου του Γενικού Γραμματέα Καταναλωτή, στο οποίο αναφέρονται και συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία, ότι δηλαδή από τους 3.888 οφειλέτες που απευθύνθηκαν στο Συνήγορο του Καταναλωτή μόνο 1.155 συνόδευαν το αίτημά τους από σχέδιο διευθέτησης οφειλών.
Κατά συνέπεια, τονίζεται, ο αριθμός των αιτημάτων που είναι δυνατόν να αξιολογηθούν από τις τράπεζες είναι σημαντικά χαμηλότερος εκείνων που έχουν υποβληθεί, για λόγους που οφείλονται είτε σε αμέλεια των οφειλετών είτε σε εκ μέρους τους παρελκυστική τακτική.
4. Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζει η ΕΕΤ, οι τράπεζες, επιδιώκοντας ενεργά την εφαρμογή του νόμου και προσβλέποντας στο κοινό όφελος του εξωδικαστικού συμβιβασμού, απέστειλαν και συνεχίζουν να αποστέλλουν τις αναγκαίες επιστολές στους οφειλέτες και τους φορείς με την υπόδειξη να προσκομιστούν τα στοιχεία που λείπουν, όπως:
• τα απαραίτητα δικαιολογητικά που καθιστούν εφικτή την επεξεργασία της αίτησης ή δικαιολογούν το εύλογο του αιτήματος, ή
• οι προτάσεις διευθέτησης.
Παρατηρήθηκε, εν τούτοις, ότι τόσο οφειλέτες όσο και φορείς πολύ συχνά δεν ανταποκρίνονται στην επικοινωνία που γίνεται από την τράπεζα ή καθυστερούν πολύ να αποστείλουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Ενδεικτικά παραδείγματα:
• οφειλέτες επικαλούνται ότι είναι άνεργοι και δεν προσκομίζουν τη σχετική βεβαίωση από τον ΟΑΕΔ,
• φορείς δηλώνουν ότι μολονότι έχουν στην κατοχή τους τα απαραίτητα δικαιολογητικά των οφειλετών που συνδράμουν, αρνούνται να αποστείλουν αντίγραφά τους.
5. Η κατανόηση από την πλευρά οφειλετών και φορέων ότι είναι αναγκαία η υποβολή πλήρους αιτήματος με τα απαραίτητα δικαιολογητικά εξυπηρετεί τόσο τους ίδιους όσο και τις τράπεζες, οι οποίες λόγω των ελλείψεων αναγκάζονται, με ιδιαίτερο κόστος, να καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια, καθώς δεν υπάρχει πνεύμα συνεργασίας, να αναπληρώσουν κενά και ελλείψεις προκειμένου να είναι σε θέση να αποδεχθούν ή όχι τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και να υποβάλουν τις προτάσεις ή αντιπροτάσεις τους στους οφειλέτες.
6. Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι βάσει του νόμου ο οφειλέτης διατηρεί το δικαίωμα να προσφύγει στο δικαστήριο, εφόσον δεν επιτευχθεί ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, ανεξαρτήτως του λόγου της αποτυχίας αυτού. Δικαιούται, επομένως, να προσφύγει στο δικαστήριο:
• είτε στην περίπτωση που θα απορρίψει εκείνος τις αντιπροτάσεις των πιστωτών του,
• είτε στην περίπτωση που οι πιστωτές απορρίψουν τη δική του πρόταση.
Επισημαίνεται σχετικά ότι ο συμβιβασμός από τη φύση του προϋποθέτει πρόταση και αντιπρόταση, ελεύθερη διαπραγμάτευση των μερών και τόπο κοινής αποδοχής, δηλαδή σύμπτωση απόψεων. Πολύ περισσότερο, επίτευξη συμβιβασμού δε σημαίνει διαγραφή απαιτήσεων χωρίς νόμιμο και αποχρώντα λόγο. Μια τέτοια διαγραφή θα έθετε σε διακινδύνευση τα συμφέροντα των καταθετών, θα ισοδυναμούσε με απιστία έναντι των μετόχων της τράπεζας, και θα συνιστούσε πρόκληση κατά του κοινωνικού συνόλου και κυρίως των καλόπιστων και συνεπών δανειοληπτών. Αρνητική θα ήταν μια τέτοια διαγραφή και σε σχέση με την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών από τους σχετικούς διεθνείς οίκους, ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία.
7. Σε κάθε περίπτωση, με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, η επίτευξη εξωδικαστικού συμβιβασμού απαιτεί την κίνηση του εσωτερικού μηχανισμού, ανά αίτηση, 4-5 τραπεζών, οι οποίες προέβησαν σε δομικές αλλαγές για τη δυνατότητα αποτελεσματικής ανταπόκρισής τους στο νέο θεσμό (αναβάθμιση μηχανογραφικών συστημάτων, ανάπτυξη νέων διαδικασιών και λειτουργιών, σύσταση νέων οργανικών μονάδων για την επεξεργασία των αιτημάτων, εκπαίδευση δικτύου) και οι οποίες λαμβάνουν διαρκή μέριμνα για την αποτελεσματική και κατά το δυνατόν ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων.
8. Παρά τα σημαντικά προβλήματα που δημιούργησε ο νόμος, στις σημερινές κρίσιμες συνθήκες της οικονομίας, στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος, κυρίως ως προς την ενθάρρυνση μιας ψυχολογίας εθισμού σε άρνηση καταβολής οφειλών στις τράπεζες, ακόμη και από τους τακτικά ενήμερους οφειλέτες, με τη λαθεμένη προσδοκία της διαγραφής τους, οι τράπεζες διαβεβαιώνουν ότι:
• καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να εφαρμόσουν το νόμο και να διευκολύνουν τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά,
• χωρίς, όμως, να διακυβεύονται τα εύλογα και θεμιτά συμφέροντα των καταθετών των τραπεζών, καθώς και των μετόχων τους, τόσο στην Ελλάδα (περιλαμβανομένων φυσικά και των μικρο-μετόχων) όσο και την αλλοδαπή.