Με τις βίαιες διαδηλώσεις στην Αίγυπτο να συνεχίζονται για δεύτερη εβδομάδα, πολλές επιχειρήσεις επέλεξαν να αποσύρουν το προσωπικό τους για λόγους ασφαλείας διακόπτοντας προσωρινά κάθε δραστηριότητα στη χώρα.
Σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων RIA Novosti, σε αυτές τις επιχειρήσεις συγκαταλέγονται πλέον η πετρελαϊκή LUKoil και ο όμιλος φυσικού αερίου Novatek, η οποία από κοινού με την αιγυπτιακή Sarva εκμεταλλεύεται κοιτάσματα στα βόρεια της χώρας. Μιλώντας στη Wall Street Journal, αναλυτές εκτιμούσαν ότι εάν οι ταραχές επηρεάσουν την εμπορική κίνηση στη Διώρυγα του Σουέζ, οι επιπτώσεις για την ενεργειακή αγορά θα είναι σοβαρότατες.
Χαρακτηριστική είναι και η προειδοποίηση του επικεφαλής της επιτροπής ενέργειας της αμερικανικής Γερουσίας ότι οι κλιμακούμενες διαδηλώσεις στην Αίγυπτο θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πρόσβαση των Ηνωμένων Πολιτειών σε οικονομικά προσιτές πηγές ενέργειας.
Κινδυνεύουν πρότζεκτ ΑΠΕ και ενεργειακές συμφωνίες;
Πριν από λίγους μήνες, η αιγυπτιακή εφημερίδα Μάσρι αλ-Γιομ έλαβε εκατοντάδες γράμματα εξοργισμένων πολιτών, που έκαναν Ραμαζάνι... υπό το φως των κεριών, λόγω των διαρκών διακοπών ρεύματος στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας.
Η κυβέρνηση είχε τότε δεσμευτεί να διερευνήσει «ανανεώσιμες» λύσεις στο πρόβλημα, όπως τη χρήση ηλιακής και αιολικής ενέργειας. Και πράγματι, η χώρα ήδη «τρέχει» αρκετά τέτοια προγράμματα: οι εγκαταστάσεις ηλιοθερμικής ενέργειας ισχύος 150 MW στην Κουράιματ, 100 χιλιόμετρα νότια του Καΐρου, είναι μόνο ένα παράδειγμα.
Οι πολιτικές επιπτώσεις των ταραχών παραμένουν ασαφείς, το ίδιο και το μέλλον της συνεργασίας μεταξύ της Αιγύπτου και άλλων χωρών στον τομέα της ενέργειας.
Πριν ξεσπάσουν οι ταραχές, το Κάιρο σχεδίαζε να επενδύσει μεγάλο τμήμα του ενεργειακού του προϋπολογισμού, ύψους 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε προγράμματα αιολικής ενέργειας συνολικής ισχύος 110 MW, στο Σουέζ.
Η χώρα παράγει επίσης φυσικό αέριο και έχει συνάψει συμφωνίες για την εξαγωγή του σε χώρες όπως το Ισραήλ – συμφωνίες που της έχουν αποφέρει σημαντικά κέρδη. Τώρα, δεδομένης της κατάστασης, εκφράζονται φόβοι ότι τέτοιες συμφωνίες ενδέχεται να «παγώσουν» έως ότου ξεκαθαριστεί η κατάσταση ή ακόμη και να ακυρωθούν.