Αναπόφευκτο θεωρεί το ενδεχόμενο νέας οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα αλλά και αναδιάρθρωσης του χρέους της η Ernst & Young.
Σε έκθεσή της για την ευρωζώνη, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, η εταιρεία αναφέρει πως υπό την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις και η ΕΚΤ θα συμφωνήσουν για τα μέτρα που θα βοηθήσουν την Ελλάδα να τα βγάλει πέρα τα επόμενα δύο χρόνια, το ΑΕΠ της ευρωζώνης προβλέπεται να αυξηθεί μόνο κατά 2% φέτος και κατά 1,6% το 2012.
Το ενδεχόμενο συμφωνίας θα ήταν προς όφελος όλων, ενώ η μόνη εναλλακτική περιλαμβάνει τη μη ελεγχόμενη αναδιάρθρωση, η οποία θα βύθιζε ξανά ολόκληρη την ευρωζώνη στην ύφεση, τονίζει η Ernst & Young.
Προσωρινή ανακούφιση για την Ελλάδα
Κατά τους προηγούμενους μήνες παρατηρήθηκε κλιμάκωση της δημοσιονομικής κρίσης στην Ελλάδα, αυξάνοντας τις ανησυχίες σχετικά με την πιθανότητα αναδιάρθρωσης του χρέους, αναφέρει η εταιρεία. Οι τιμές των ελληνικών ομολόγων σημείωσαν ραγδαία πτώση, ενώ τα αξιόγραφα βραχυπρόθεσμης λήξης έχουν πλέον απόδοση έως 25%, υποδεικνύοντας ότι οι επενδυτές εκτιμούν πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους στο εγγύς μέλλον.
Παρότι η Ελλάδα έχει λάβει κεφάλαια από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της για το 2011, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο οικονομικού χάσματος το 2012, εκτός εάν καταφέρει να ανακτήσει πρόσβαση στις χρηματοοικονομικές αγορές. Προς το παρόν, αυτό το ενδεχόμενο δεν φαίνεται πιθανό, καθώς το κόστος για κάτι τέτοιο θα είναι απαγορευτικό, εκτιμά η Ernst & Young.
Μια άλλη πιθανότητα που συζητείται είναι η «ήπια αναδιάρθρωση» ή «αναδιάταξη» (reprofiling), με βάση την οποία η διάρκεια αποπληρωμής του δημόσιου χρέους προς τον ιδιωτικό τομέα επιμηκύνεται. Η επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους της Ελλάδας θα μπορούσε να μειώσει τις απαιτήσεις χρηματοδότησης της χώρας μετά τη λήξη των δανείων διάσωσής της. Κατά αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να διευκολυνθεί η διευθέτηση των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζει. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε επίσης να προστατεύσει τους ξένους πιστωτές από το να καταγράψουν μεγάλες απώλειες.
Ωστόσο, εάν η εν λόγω συμφωνία δεν πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου σε εθελοντική βάση, θα εξακολουθούσε να μπορεί να θεωρηθεί ως πτώχευση από νομικής πλευράς, με σοβαρές συνέπειες όσον αφορά το κόστος δανεισμού που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση.
Επιπλέον, η πρόβλεψη της Ernst & Young αναμένει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα αυξηθεί και θα πλησιάσει το 170% του ΑΕΠ, με τις καταβολές των τόκων να ανέρχονται σε περισσότερο από 20% των κρατικών εσόδων. Επίσης, οι δυσκολίες στην υλοποίηση των προϋποθέσεων των προηγούμενων πακέτων διάσωσης, δεν αποτελούν θετικές ενδείξεις για τη δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει πλήρως αυτά τα σχέδια.
Η τελευταία επιλογή της κυβέρνησης περιλαμβάνει τη διαγραφή του ελληνικού χρέους σε ποσοστό πιθανώς μέχρι και 40-50%, προκειμένου το ελληνικό χρέος να μειωθεί σε διαχειρίσιμο επίπεδο. Αυτό θα είχε αναπόφευκτα καταστρεπτικές συνέπειες για την οικονομία, ειδικά εάν δεν γίνει σωστή διαχείριση της αναδιάρθρωσης. Στην περίπτωση αυτή, ο τραπεζικός κλάδος θα αναγκαστεί να προβεί σε σημαντικές διαγραφές του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, αυτό θα απέκλειε ενδεχομένως την πιθανότητα ανάκτησης της πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές για αρκετό διάστημα, υποδηλώνοντας την ανάγκη είτε για λήψη πρόσθετης κρατικής χρηματοδότησης είτε για ταχεία απαλοιφή του ελλείμματος του προϋπολογισμού.
Οι κίνδυνοι από την αναδιάρθρωση χρέους
Σε συνδυασμό με το πρόσθετο πακέτο διάσωσης, η πρόβλεψη της Ernst & Young θεωρεί ότι μια μετριοπαθής και ελεγχόμενη αναδιάρθρωση χρέους, παρότι δεν θα αποτελέσει πανάκεια, θα παρέχει στην ελληνική κυβέρνηση ανακούφιση έως ένα βαθμό ενώ θα καταβάλλονται προσπάθειες να αποφευχθεί η αβεβαιότητα στους χρηματοοικονομικούς και τραπεζικούς κλάδους της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, η εν λόγω περιορισμένη αναδιάρθρωση θα έχει μόνο μέτριο αντίκτυπο στο συνολικό φορτίο του χρέους και μπορεί να μην πετύχει τον πρωτεύοντα στόχο της, δηλαδή να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Εάν ακολουθούσε μια ευρύτερη, πιο ανεξέλεγκτη διαδικασία αναδιάρθρωσης, ενδεχομένως θα αύξανε τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης και σε άλλες χώρες.
Η «μεταδοτική νόσος» θα εξαπλωνόταν αρχικά σε άλλες περιφερειακές χώρες και, ειδικότερα, στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία, οι οποίες αντιμετωπίζουν παρεμφερή -παρότι κατά κάπως λιγότερο σοβαρά- προβλήματα χρέους. Θα εξαπλωνόταν επίσης και στις χώρες του πυρήνα, μέσω του τραπεζικού κλάδου, καθώς κατέχει σημαντικά ποσά δημόσιου χρέους των περιφερειακών χωρών.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ