Εκτίναξη του λόγου χρέους/ΑΕΠ για την Ελλάδα «βλέπουν» οι αναλυτές της Nomura έως τον επόμενο χρόνο, με βάση τα στοιχεία της τέταρτης έκθεσης του ΔΝΤ για την Ελλάδα. Παρά την αύξηση των εκτιμήσεων των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις κατά 14% επί του ΑΕΠ σε σύγκριση με την προηγούμενη έκθεση, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ αυξήθηκε λόγω των υψηλότερων χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας.
Όπως αναφέρει η έκθεση, η Ελλάδα δεν πέτυχε τους στόχους της ΕΕ και του ΔΝΤ όσον αφορά στη συσσώρευση των εκπρόθεσμων οφειλών, ενώ τα στοιχεία του 2011 υποδηλώνουν περαιτέρω αύξηση των ληξιπρόθεσμων. Επιπλέον, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα , ακόμη και υπό τη μορφή της μετακύλισης των θέσεών σε ελληνικά ομόλογα, αναμένεται να αυξήσει τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, εξηγεί.
Η εταιρεία χρηματοοικονομικών αναλύσεων υπολογίζει την ανάγκη πρόσθετων χρηματοδοτήσεων κατά 5-10 δισ. ευρώ προς τις τράπεζες, ωστόσο, το ΔΝΤ προβλέπει ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της τάξεως των 16 δισ. ευρώ. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με την αναθεώρηση των αναπτυξιακών προοπτικών προς τα κάτω και των εκτιμήσεών μας για τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, οι αναλυτές της Nomura «βλέπουν» το χρέος της Ελλάδας να ξεπερνά το 180% έως τον επόμενο χρόνο.
Όσον αφορά στο σενάριο επιμήκυνσης της διάρκειας του χρέους κατά δέκα χρόνια με απόδοση 1% χαμηλότερα από την υφιστάμενη, η εταιρεία δεν θεωρεί ότι θα φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα σε επίπεδο βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Ταυτόχρονα, τα πιθανά οφέλη από μια μικρή μείωση της δανειακής επιβάρυνσης της Ελλάδας θα θεωρηθεί επιλεκτική χρεοκοπία και λογικά τα οφέλη θα αντισταθμιστούν από τους κινδύνους και την απειλή της αποσταθεροποίησης της ευρωζώνης.
Ο κίνδυνος έγκειται, καταρχάς, στην περαιτέρω ανατίμηση του κινδύνου χρεοκοπίας για τα κράτη της Ισπανίας και της Ιταλίας, καθώς και στην επανεκτίμηση των προγραμμάτων χρηματοδότησης της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας.
Επιπλέον, οι αγορές ενδέχεται να κάνουν ένα βήμα παρακάτω και να αμφισβητήσουν την ικανότητα της ευρωζώνης να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη τραπεζική κρίση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει ταυτόχρονα σε «πάγωμα» της τραπεζικής αγοράς πιστώσεων και σε μαζική φυγή των κεφαλαίων από τις τράπεζες, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.