Τη θέση του για την ανάγκη αύξησης του ΦΠΑ στην εστίαση στο 23%, παρ' ότι πιστεύει πως ο συντελεστής δεν πρέπει να είναι τόσο υψηλός σε τέτοιου είδους υπηρεσίες, επαναλαμβάνει ο υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος, μετά την επιστολή που του απέστειλαν 28 μεγάλες εταιρείες εστίασης.
Όπως ανέφερε μιλώντας σε δημοσιογράφους, διαβασε την επιστολή και θα θεωρούσε χρήσιμη μια συνάντηση μαζί τους προκειμένου να συζητήσουν θέματα που σχετίζονται με τη λειτουργία της αγοράς και την είσπραξη και απόδοση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
Για το επίμαχο ζήτημα της αύξησης του ΦΠΑ, επανέλαβε ότι ο ίδιος πιστεύει πως «δεν πρέπει να κινείται σε τόσο υψηλό επίπεδο ο ΦΠΑ σε υπηρεσίες τέτοιου τύπου. Βρήκα, όμως, και είμαι υποχρεωμένος να εφαρμόσω ένα μέτρο που είχε συμφωνηθεί τον Μάιο, προκειμένου να μην αυξηθεί ο ΦΠΑ στα τρόφιμα και άλλα είδη λαϊκής κατανάλωσης που κινούνται στον χαμηλό συντελεστή του 6,5%».
Συμπλήρωσε ότι «είναι πολύ δύσκολο αμέσως τώρα να βρεθεί μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος, που να αποδίδει περίπου 800 εκ. ευρώ το χρόνο, εφόσον διατηρήσαμε το καθεστώς της επιστροφής του φόρου λόγω αποδείξεων και εφόσον δεν εξομοιώθηκε η φορολογική επιβάρυνση επί του πετρελαίου θέρμανσης και του πετρελαίου κίνησης. Και είπα ότι ένα από τα πρώτα θέματα που συζητούνται στο πλαίσιο της διαβούλευσης για το νέο Εθνικό Φορολογικό Σύστημα είναι αυτό».
Καταλήγοντας σημείωσε για άλλη μία φορά πως «καμιά συζήτηση για συντελεστές δεν έχει νόημα, αν δεν συμφωνήσουμε πρώτα για το πώς θα λειτουργεί ο μηχανισμός είσπραξης, πώς δηλαδή θα περιοριστεί η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία, η οποία διαβρώνει όλες τις προσπάθειές της χώρας και αναπαράγει μία μεγάλη αδικία σε βάρος όσων είναι συνεπείς γιατί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να φοροδιαφύγουν».