Η J.P. Morgan Chase & Co., η δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα των ΗΠΑ, αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για τα κέρδη του τρίτου τριμήνου, ως αποτέλεσμα της αύξησης των ανεξόφλητων δανείων που έχει χορηγήσει σε εταιρείες τηλεπικοινωνιών και εταιρείες παραγωγής καλωδίων, αλλά και της μείωσης των εσόδων από τις συναλλαγές μετοχών.
Ο Chief Executive Officer (CEO), William Harrison, είπε κατά τη διάρκεια σύσκεψης με επενδυτές, ότι, ενδέχεται να προχωρήσει στην απόλυση υπαλλήλων, προκειμένου να μειώσει το κόστος λειτουργίας.
Η τράπεζα ανακοίνωσε, ότι, τα κέρδη της θα είναι 58 σεντς ανά μετοχή, από τα έσοδα κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Οι μετοχές της J.P. Morgan Chase, έχασαν ποσοστό 8% μετά το τέλος της συνεδρίασης στο Χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης.
Η πρόβλεψη της τράπεζας, ακολουθεί μία πτώση στα καθαρά κέρδη της, για το έκτο - από επτά συνολικά - τρίμηνο, και από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το 2000 μέσω της συγχώνευσης ύψους 32 δισ. δολ. της Chase Manhattan Corp. και της J.P. Morgan & Co.
Η δημιουργός των μεγαλύτερων κοινοπρακτικών δανείων στον κόσμο, δέχθηκε πλήγμα από την κατάρρευση της Enron Corp., το χρέος της Αργεντινής και από τα δάνεια που χορήγησε σε εταιρείες τηλεπικοινωνιών και παραγωγής καλωδίων, όπως η Global Crossing Ltd. και δεν έχουν εξοφληθεί.
«Πολύ σοβαρό είναι το πρόβλημα με τα δάνεια», ανέφερε ο Jon Burnham, πρόεδρος της Burnham Asset Management Corp., που διαχειρίζεται 1,3 δισ. δολ. σε μετοχές, συμπληρώνοντας, ότι, τις μετοχές της J.P. Morgan, αξίας 135 εκατ. δολ., τις πούλησε πριν από δύο χρόνια. «Η τράπεζα - τόνισε - χορήγησε πολλά δάνεια, στις περισσότερες από αυτές τις εταιρείες, σε αντίθεση με τις άλλες τράπεζες».
Οι μετοχές της τράπεζας, υποχώρησαν στα 19,80 δολ. στις 6:30' μ.μ., μετά τη συνεδρίαση στη Wall Street, όπου έκλεισαν στα 21,55 δολ. Η μετοχή έχασε φέτος ποσοστό 40,7% και είχε τη χειρότερη επίδοση στον δείκτη των τραπεζών, KBW, στη Φιλαδέλφεια.
Οι απώλειες από τα δάνεια που έχει χορηγήσει η J.P. Morgan Chase, φθάνουν το 1,4 δισ. δολ. το τρίμηνο που λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου, υψηλότερες κατά 302 εκατ. δολ. έναντι της αντίστοιχης περυσινής χρονικής περιόδου, σύμφωνα με ανακοίνωσή της.