Το «πράσινο φως» για την κύρωση ευρωπαϊκής οδηγίας που προβλέπει αυστηρές ποινές, κακουργηματικού και πλημμεληματικού χαρακτήρα, χρηματικά πρόστιμα, πειθαρχικές ποινές και απαγόρευση απόπλου στις περιπτώσεις θαλάσσιας ρύπανσης έδωσε το υπουργικό συμβούλιο.
Με νομοσχέδιο το οποίο συνυπογράφεται και από τους υπουργούς Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη, ενσωματώνεται στο εσωτερικό μας Δίκαιο ευρωπαϊκή οδηγία για τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων στους παραβάτες. Με την επικύρωση της σύμβασης τα εγκλήματα της ρύπανσης ανάγονται σε διεθνή εγκλήματα.
Το νομοσχέδιο δεν θίγει τα πολεμικά πλοία, τα πλοία κρατικής ιδιοκτησίας ή κρατικής εκμετάλλευσης.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, ως αξιόποινες πράξεις θεωρούνται οι απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από πλοίο, εφόσον αυτές συνεπάγονται υποβάθμιση της ποιότητας του θαλάσσιου ύδατος. Δεν συνιστούν αξιόποινη συμπεριφορά οι μικρής σημασίας απορρίψεις, οι οποίες δεν προκαλούν υποβάθμιση της ποιότητας του θαλάσσιου ύδατος.
Ωστόσο, όταν οι μικρής σημασίας απορρίψεις επαναλαμβάνονται και, συνολικά εκτιμώμενες, καταλήγουν σε υποβάθμιση της ποιότητας του θαλάσσιου ύδατος, τότε αξιολογούνται ως αξιόποινη συμπεριφορά.
Εξαιρούνται και δεν αποτελούν αξιόποινη συμπεριφορά: α) οι ελεγχόμενες απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών (πετρελαίου, πετρελαιοειδών μιγμάτων, επιβλαβών υγρών ουσιών, υδάτινου έρματος, αποπλυμάτων δεξαμενών), που καλύπτουν συγκεκριμένους όρους και προδιαγραφές της MARPOL ή γίνονται για την ασφάλεια του πλοίου ή τη διάσωση ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα ή με την άδεια της αρμόδιας αρχής για την καταπολέμηση συγκεκριμένου περιστατικού ρύπανσης και β) ειδικά για τον πλοιοκτήτη, τον πλοίαρχο και το πλήρωμα που ενεργεί υπό την ευθύνη του πλοιάρχου, οι απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών στα στενά, στην αποκλειστική οικονομική ζώνη ή στην ανοιχτή θάλασσα, εφόσον προκαλούνται από βλάβη του πλοίου ή του εξοπλισμού του, λαμβάνονται μετά τη βλάβη όλες οι εύλογες προφυλάξεις και δεν οφείλονται σε δόλο ή ενσυνείδητη αμέλεια.
Ως δράστες ρύπανσης μπορεί να λογιστούν ο πλοιοκτήτης, ο πλοίαρχος, τα μέλη του πληρώματος, ο πλοηγός, ο λιμενικός υπάλληλος κ.ά.
Συγκεκριμένα, αν η απόρριψη ρυπογόνων ουσιών γίνεται με πρόθεση και, λόγω της σοβαρότητας της υποβάθμισης του θαλάσσιου ύδατος δημιουργείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ή ευρεία οικολογική διατάραξη ή καταστροφή, απειλείται ποινή κάθειρξης μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή από 3.000 έως 300.000 ευρώ. Ανάγεται, δηλαδή, το έγκλημα αυτό σε κακούργημα, ως διακεκριμένη περίπτωση θαλάσσιας ρύπανσης από πλοίο.
Όλες οι άλλες περιπτώσεις δόλιας απόρριψης ρυπογόνων ουσιών από πλοίο, που συνεπάγονται απλώς και μόνο υποβάθμιση της ποιότητας του θαλάσσιου ύδατος, χωρίς δηλαδή περαιτέρω τη συνδρομή της δημιουργίας κινδύνου θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ή της ευρείας οικολογικής διατάραξης ή καταστροφής, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από 1.500 έως 50.000 ευρώ, δηλαδή σε βαθμό πλημμελήματος.
Οι επαναλαμβανόμενες, μικρής σημασίας απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών, όταν, αξιολογούμενες συνολικά και όχι μεμονωμένα, καταλήγουν σε υποβάθμιση της ποιότητας του θαλάσσιου ύδατος, συγκροτούν αυτοτελές ποινικό αδίκημα και τιμωρούνται, εφόσον γίνονται με πρόθεση, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή 1.000 έως 15.000 ευρώ.
Ακόμη, προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος προβλέπεται, ως διοικητικό μέτρο, η απαγόρευση απόπλου του πλοίου, κατά του οποίου έχει συνταχθεί από τα αρμόδια όργανα έκθεση παράβασης για θαλάσσια ρύπανση μέχρι την πληρωμή του επιβαλλόμενου προστίμου ή την κατάθεση εγγυητικής επιστολής Τράπεζας ίσου ποσού προς το επιβληθέν διοικητικό πρόστιμο.
Σε περίπτωση, τέλος, διαπίστωσης υπαιτιότητας Ελλήνων ναυτικών για υποβάθμιση του θαλάσσιου ύδατος προβλέπεται η επιβολή και πειθαρχικών κυρώσεων.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ