Αυστηρές συστάσεις για εθνική ενότητα και πολιτική σταθερότητα δέχεται η Ελλάδα από τους δανειστές της, εν μέσω της πολιτικής αστάθειας που «γέννησε» η πρόθεση διενέργειας δημοψηφίσματος.
Επίλυση της πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα σύντομα αναμένει η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, προκειμένου -όπως δήλωσε- να συνεχιστούν κανονικά οι σχέσεις του Ταμείου με τη χώρα.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο τόνισε σήμερα ότι η Αθήνα θα πρέπει να αποφασίσει αν επιθυμεί να αναλάβει τις απαραίτητες δεσμεύσεις για τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ και κάλεσε για «εθνική ενότητα» στη χώρα. «Η εθνική ενότητα στην Ελλάδα είναι "κλειδί"», ανέφερε.
Σε κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στις Κάννες με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν Βαν Ρόμπεϊ, υπογράμμισε επίσης την «πλήρη δέσμευση» της ευρωζώνης να στηρίξει την χώρα και επανέλαβε την επιθυμία των Ευρωπαίων για παραμονή της στην ευρωζώνη.
«Διατηρούμε απόλυτα τη δέσμευσή μας να στηρίξουμε την Ελλάδα ως μέλος της ευρωπαϊκής μας οικογένειας και εμμένουμε στις αποφάσεις που λάβαμε την περασμένη εβδομάδα να σεβαστούμε την Δημοκρατία στην Ελλάδα και το δικαίωμα της Ελλάδας να αποφασίσει η ίδια για το μέλλον της», πρόσθεσε.
Ο κ. Βαν Ρόμπεϊ, από την πλευρά του, χαρακτήρισε «γιγαντιαία προσπάθεια» τα όσα έχει κάνει μέχρι σήμερα η Ελλάδα. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι για να συνεχιστεί η προσπάθεια αυτή προς τη σωστή κατεύθυνση, το ελληνικό κοινοβούλιο πρέπει να εγκρίνει το νέο σχέδιο που αποφασίστηκε στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής.
«Ελπίζουμε ότι θα επανέλθει η σταθερότητα στο πολιτικό κλίμα. Καλώ την Ελλάδα σε εθνική συναίνεση, καθώς το διακύβευμα για τη χώρα είναι θεμελιώδες και υπαρξιακό», δήλωσε, εκφράζοντας παράλληλα την πεποίθηση ότι τα πράγματα στην Ελλάδα «κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση».
Σε κοινή τους δήλωση, χθες, οι κ.κ. Μπαρόζο και Ρόμπεϊ υπογράμμιζαν την ετοιμότητα της ευρωζώνης να στηρίξει την Ελλάδα. «Επιθυμούμε την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ», ανέφεραν, επισημαίνοντας πάντως ότι προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη είναι η χώρα να παραμείνει προσηλωμένη στο «συμφωνημένο πακέτο» της 27ης Οκτωβρίου και ειδικότερα να συνεχίσει την εφαρμογή του προγράμματος ΕΕ/ΔΝΤ.