Οι επιδοτήσεις της βρετανικής κυβέρνησης έχουν δώσει τεράστια ώθηση στην αγορά καθαρής ενέργειας, η οποία αναπτύσσεται με αλματώδεις ρυθμούς μολονότι τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να αποτελούν τη βασική πηγή ενέργειας στη χώρα.
Οι επιχειρήσεις που ήταν αρκετά διορατικές για να μπουν δυναμικά στο «παιχνίδι» των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχουν αποκομίσει τεράστια κέρδη, καθώς δεδομένου της κρατικής στήριξης οι ΑΠΕ αποτελούν πλέον ασφαλέστερη –και συχνά αποδοτικότερη– επένδυση από τα συμβατά καύσιμα.
Τα αιολικά πάρκα «έχουν καλύτερες αποδόσεις από τα εργοστάσια λιθάνθρακα», παρατηρεί ο ¶ντερς Έλντραπ, διευθύνων σύμβουλος της Dong Energy, μιας εταιρείας με έδρα τη Δανία που κλείνει τα εργοστάσια λιθάνθρακα και «ανοίγει» αιολικά πάρκα. Το κλειδί της επιτυχίας είναι, σύμφωνα με τον κ. Έλντραπ, οι κρατικές επιδοτήσεις, χωρίς τις οποίες οι ΑΠΕ δεν θα είχαν αντίκρισμα στην αγορά.
Οι επικριτές της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι κατασπαταλώνται τα χρήματα των Βρετανών φορολογουμένων για ένα εγχείρημα που θεωρούν εξαιρετικά ακριβό. Παρότι αποδέχονται ότι οι καθαρές μορφές ενέργειας χρειάζονται κρατική βοήθεια προκειμένου να γίνουν ανταγωνιστικές προς τα συμβατά καύσιμα, ανησυχούν ότι ξοδεύονται δισεκατομμύρια δολάρια χωρίς η ανανεώσιμη ενέργεια να αξιοποιείται όπως θα έπρεπε.
Υποστηρίζουν, επίσης, ότι η ύφεση έχει επιδεινώσει την απώλεια των χρημάτων, καθώς οι κυβερνήσεις διοχετεύουν ακόμη περισσότερους πόρους προκειμένου να επιτύχουν το στόχο τους για αύξηση των «πράσινων» θέσεων εργασίας.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλες οι μορφές ενέργειας επιδοτούνται, σημειώνει η The Wall Street Journal. Τα ορυκτά καύσιμα –από τα οποία προέρχεται το 80% της παγκόσμιας ενέργειας– έχουν ευνοηθεί επανειλημμένως μέσω των φοροαπαλλαγών και των κινήτρων παρέχουν οι κυβερνήσεις. Η Διεθνής Επιτροπή Ενέργειας εκτιμά ότι στις αναπτυσσόμενες χώρες τα ορυκτά καύσιμα επιδοτήθηκαν συνολικά με 310 δισ. δολάρια το 2007.