Ως ένα πρώτο βήμα και ως μία τολμηρή δράση έναντι των χιλιάδων συνεπών επαγγελματιών και μικρομεσαίων επιχειρηματιών που νοιώθουν την πιστωτική θηλιά στο λαιμό τους, χαρακτήρισε η υπουργός Οικονομίας Λούκα Κατσέλη το συζητούμενο στη Βουλή νομοσχέδιο για τη ρύθμιση οφειλών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς τα πιστωτικά ιδρύματα.
«Το νομοσχέδιο είναι απολύτως συνεπές με τις προεκλογικές μας δεσμεύσεις και δίνει διέξοδο σε επιχειρήσεις που πλήττονται από την κρίση. Οι ρυθμίσεις ευνοούν περισσότερο τις μικρές και βιώσιμες επιχειρήσεις, που περιήλθαν σε πρόσκαιρη αδυναμία, ενώ αποκλείει την εύνοια στους κακοπληρωτές και τις περιπτώσεις καταχρηστικής εφαρμογής», τόνισε η υπουργός.
Tροποποιήσεις
Σειρά νομοτεχνικών αλλαγών και βελτιώσεων επέφερε η υπουργός Οικονομίας στο συζητούμενο στη Βουλή νομοσχέδιο, περιορίζοντας στις δύο βασικές κατηγορίες δανείων τα όρια των ποσών που αφορούν στα ρυθμιζόμενα ληξιπρόθεσμα, αλλά και ενήμερα δάνεια.
Ετσι, μεταξύ άλλων:
Διευρύνεται ο αριθμός των δυναμένων να υπαχθούν στη ρύθμιση, αφού αφορά σε δάνεια ή πιστώσεις που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 30/6/07, αντί της 1/1/08 που προέβλεπε αρχικά το νομοσχέδιο. Το σύνολο όμως της ληξιπρόθεσμης οφειλής που υπάγεται στη ρύθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,5 εκατ. ευρώ, αντί των 3 εκατ. συνολικώς που προέβλεπε αρχικώς η ρύθμιση.
Περιορίζεται το όριο συνολικής ανεξόφλητης ενήμερης οφειλής από 1 εκατ. ευρώ στις 350.000 ευρώ, προκειμένου να υπαχθούν οι εμπίπτοντες στη δυνατότητα ετήσιας περιόδου χάριτος με κεφαλαιοποίηση των τόκων, εφόσον αφορά σε φυσικά και νομικά πρόσωπα που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας και εμφανίζουν μέχρι τον Ιούνιο Ά09 ετήσιο κύκλο εργασιών μικρότερο των 2,5 εκατ. ευρώ, καθώς και αγροτικοί συνεταιρισμοί.
Πέραν αυτών, η δυνατότητα επίκλησης της περιόδου χάριτος, απαιτεί η σύμβαση του ρυθμιζομένου δανείου να μην έχει διανύσει μέχρι τις 15/4/2010 το ένα τρίτο της προβλεπόμενης συμβατικής διάρκειας.
Περιορίζεται, εξ άλλου, το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου από τις 300.000 στα 200.000 ευρώ για όσους κάνουν χρήση των διατάξεων ρύθμισης για τις ενήμερες οφειλές και αφορούν είτε φυσικά και νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα και κατά τη χρήση του 2008 εμφανίζουν ετήσια έσοδα μικρότερα των 150.000 ευρώ, είτε κατΆ επάγγελμα αγρότες, είτε επιχειρήσεις που έχουν υποστεί καταστροφές από πυρκαγιές ή φυσικά φαινόμενα από το 2007 ως σήμερα.
Τέλος, επιχειρήσεις και επαγγελματίες πυρόπληκτων νομών που επλήγησαν από τις πυρκαγιές του 2007 και στους οποίους χορηγήθηκαν δάνεια, δυνάμει υπουργικής απόφασης, μπορούν να ζητήσουν μέχρι τις 15/4/2010 αναστολή επί διετία και αναδρομικά από 1/1/2010 της χρεολυτικής αποπληρωμής του άληκτου κεφαλαίου με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και καταβολή των τόκων στη διάρκεια της αναστολής σύμφωνα με την περιοδικότητα του εκτοκισμού που προβλέπεται στη σύμβαση. Υπόχρεοι προς αποπληρωμή των τόκων είναι οι δανειολήπτες.
Νομοτεχνικές βελτιώσεις 12-01-10
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν συνάψει με πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων για επιχειρηματικούς, επαγγελματικούς ή αγροτικούς σκοπούς, δικαιούνται να ζητήσουν από τα ιδρύματα αυτά την υπαγωγή σε ρύθμιση των συνολικών οφειλών από την κάθε σύμβαση δανείου ή πίστωσης οι οποίες έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 30.06.2007 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου».
2. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής που υπάγεται σε ρύθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ».
3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Από τη ψήφιση του παρόντος και μέχρι την 15.3.2010 η καταγγελία σύμβασης της παραγράφου 1 εξαιτίας ληξιπρόθεσμων οφειλών παράγει τα αποτελέσματά της μόνο αν ο οφειλέτης δεν ζητήσει εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση της καταγγελίας την υπαγωγή σε ρύθμιση της ληξιπρόθεσμης οφειλής σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η προθεσμία του ενός μηνός δεν αρχίζει αν δεν ενημερωθεί ο οφειλέτης για το δικαίωμα αυτό».
4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 1 διαμορφώνεται ως ακολούθως:
«Οφειλέτες από συμβάσεις της παραγράφου 1, των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 1.1.2005 και μέχρι την 30.06.2007, μπορούν να ζητήσουν να υπαχθούν σε ρύθμιση σύμφωνα με τα παραπάνω, υπό τον όρο ότι θα αποπληρωθεί μέχρι την 15.05.2010 ποσό ίσο με το δέκα τοις εκατό της οφειλής που προκύπτει, χωρίς να υπολογίζονται τόκοι υπερημερίας και ανατοκισμού, για τους οποίους τηρείται χωριστός λογαριασμός».
5. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 1 η ημερομηνία «15.3.2010» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «15.4.2010» και η ημερομηνία «30.6.2010» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31.7.2010».
6. Η παράγραφος 6 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και ληξιπρόθεσμες οφειλές από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης με χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν καταγγελθεί. Η διάρκεια της αποπληρωμής της οφειλής δεν μπορεί να υπερβαίνει τον εναπομένοντα μέχρι τη λήξη της μίσθωσης χρόνο. Στην περίπτωση της υπέρβασης δεν εφαρμόζεται το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2. Καταγγελίες μετά την 15.12.2009 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν παράγουν τα αποτελέσματά τους. H παράγραφος 3 εφαρμόζεται και για τις συμβάσεις αυτές».
7. Η παράγραφος 7 του άρθρου 1 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου ληξιπρόθεσμες οφειλές από συμβάσεις πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, από ομολογιακά δάνεια, από δάνεια ή πιστώσεις εγγυημένα ή επιδοτούμενα από το Δημόσιο ή εγγυημένα από το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων. Στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και ληξιπρόθεσμες οφειλές Κοινωφελών Ιδρυμάτων».
8. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 διαγράφεται η φράση «τράπεζες και λοιπά».
9. Η περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«α) περίοδος χάριτος ενός έτους, χωρίς καταβολή τόκων και κεφαλαίου, με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και κεφαλαιοποίηση των τόκων στη λήξη της περιόδου χάριτος, εφόσον η σύμβαση δανείου δεν έχει διανύσει μέχρι την 15.4.2010 το έν τρίτο της προβλεπόμενης συμβατικής διάρκειας»,
10. Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Την επιλογή κατά την προηγούμενη παράγραφο και εφόσον το ανεξόφλητο κεφάλαιο του δανείου δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ έχουν
α) φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, και εμφανίζουν κατά την τελευταία μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2009 χρήση ετήσιο κύκλο εργασιών μικρότερο των δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ και έχουν κατά την ίδια χρήση ζημία.
β) αγροτικοί συνεταιρισμοί, ενώσεις αυτών και ομάδες παραγωγών, ανεξάρτητα από την κατηγορία βιβλίων που τηρούν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης περίπτωσης».
11. Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Την επιλογή κατά την παράγραφο 1 και εφόσον το ανεξόφλητο κεφάλαιο του δανείου δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ έχουν
α) φυσικά και νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα και κατά τη χρήση του έτους 2008 εμφανίζουν ετήσια ακαθάριστα έσοδα μικρότερα των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ,
β) φυσικά πρόσωπα που ασκούν κατά κύριο επάγγελμα αγροτική δραστηριότητα,
γ) επιχειρήσεις που έχουν υποστεί σημαντικές καταστροφές από πυρκαγιές ή φυσικά φαινόμενα από το έτος 2007 και μέχρι την δημοσίευση του παρόντος νόμου.
12. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 η ημερομηνία «15.3.2010» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «14.4.2010».
13. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 2 μετά τη φράση «Αν καταγγελθούν» προστίθεται η φράση «από το πιστωτικό ίδρυμα».
14. Η παράγραφος 7 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Επιχειρήσεις και επαγγελματίες των πυρόπληκτων νομών κατά τις πυρκαγιές του 2007 στους οποίους χορηγήθηκαν δάνεια δυνάμει της με αριθμό 2/54310/0025/13-9-2007 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β 1858) δικαιούνται να ζητήσουν μέχρι την 15.4.2010 αναστολή επί διετία και αναδρομικά από 1.1.2010 της χρεολυτικής αποπληρωμής του άληκτου κεφαλαίου με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και καταβολή των τόκων στη διάρκεια της αναστολής σύμφωνα με την περιοδικότητα του εκτοκισμού που προβλέπεται στη σύμβαση. Υπόχρεοι προς αποπληρωμή των τόκων είναι οι δανειολήπτες».
15. Στο τέλος της περίπτωσης α) του άρθρου 1 του άρθρου 40 ν. 3259/2004 (Α 149), όπως η παράγραφος αυτή έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 70 του ν. 3746/2009 (αΆ 27), και όπως αυτή αντικαθίσταται από την παράγραφο 1 του άρθρου 4, προστίθεται εδάφιο που έχει ως ακολούθως:
«Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται αναλόγως και για συναλλαγματικές και γραμμάτια εις διαταγήν που εξοφλούνται μέσα σε τριάντα ημέρες από τη λήξη τους».
16. Στο τέλος του άρθρου 2 προστίθεται παράγραφος 9 που έχει ως ακολούθως:
«Οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 εφαρμόζονται για δάνεια ή πιστώσεις που χορηγήθηκαν μέσω υποκαταστημάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους ή έχουν νομίμως εγκατασταθεί στην Ελλάδα».
17. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 τίθεται πριν τη λέξη «πιθανολογείται» η λέξη «σφόδρα».
18. Στο τέλος του άρθρου 7 προστίθενται το ακόλουθο εδάφιο:«Η πληρωτέα αξία της επιταγής δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσόν της εγγυήσεως»
19. Στο τέλος του άρθρου 8 προστίθενται τα ακόλουθα:
«Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη και συνεκτιμώνται: α) η βαρύτητα της παράβασης, β) η συχνότητα αυτής, γ) η διάρκειά της, δ) οι ειδικές συνθήκες τέλεσής της, ε) η ύπαρξη υπαιτιότητας, δ) ο κύκλος εργασιών του παραβάτη και στ) η υπότροπη συμπεριφορά. Οι καταγγελίες για παράβαση του παρόντος νόμου κατατίθενται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας».
20. Στο άρθρο 10 όπου αναφέρεται η ημερομηνία «31η Δεκεμβρίου 2009», αυτή αντικαθίσταται από την ημερομηνία «29η Ιανουαρίου 2010».
Σχέδιο Νόμου «ΡΥΘΜΙΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ, ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»
Μέρος Α: ΡΥΘΜΙΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ, ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
¶ρθρο 1
Ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών
1. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν συνάψει με Τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων για επιχειρηματικούς, επαγγελματικούς ή αγροτικούς σκοπούς, μπορούν να ζητήσουν από τα ιδρύματα αυτά την υπαγωγή σε ρύθμιση των οφειλών οι οποίες έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 1.1.2008 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Αν η σύμβαση δεν έχει καταγγελθεί, προϋπόθεση για τη ρύθμιση είναι να υφίσταται ληξιπρόθεσμη οφειλή με καθυστέρηση τουλάχιστον τριών μηνών. Από το υπό ρύθμιση συνολικά οφειλόμενο ποσό αφαιρούνται και διαγράφονται οι τόκοι υπερημερίας και ανατοκισμού. Το σύνολο της οφειλής που υπάγεται σε ρύθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ ανά πιστωτικό ίδρυμα και τα τρία εκατομμύρια ευρώ στο σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων.
2. Η αποπληρωμή της κατά την προηγούμενη παράγραφο προκύπτουσας οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια ίση με αυτή που απομένει ή, σε περίπτωση σύμβασης που έχει καταγγελθεί θα απέμενε μέχρι τη λήξη της σύμβασης, προσαυξημένη κατά δύο έτη. Για ληξιπρόθεσμη οφειλή από σύμβαση που έχει καταγγελθεί, η διάρκεια της αποπληρωμής δεν μπορεί να είναι μικρότερη από επτά έτη. Κατά τα δύο πρώτα έτη θα καταβάλλονται μόνο τόκοι και η εν συνεχεία αποπληρωμή της οφειλής που έχει ρυθμισθεί θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, σύμφωνα με την περιοδικότητα του εκτοκισμού που προβλέπεται στη σύμβαση. Για ληξιπρόθεσμες οφειλές από συμβάσεις ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού που έχουν καταγγελθεί, η αποπληρωμή της οφειλής γίνεται κατΆ αντιστοιχία προς τα παραπάνω σε επτά έτη με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις. Οι πάσης φύσεως και με εκ του νόμου ημερομηνία λήξεως ρευστοποιούμενες κινητές αξίες, που έχουν δοθεί ως ενέχυρο, θα μειώνουν το ρυθμιζόμενο ποσό και θα αναπροσαρμόζεται το ποσό των περιοδικών δόσεων. Ο υπολογισμός των τόκων θα γίνεται, καθΆ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης, με το συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής. Απόκλιση από τα παραπάνω επιτρέπεται μόνο αν και τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Το σύνολο των υφισταμένων πάσης φύσεως εξασφαλίσεων και εγγυήσεων διατηρείται χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη πράξη ή διατύπωση.
3. Οι ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων καταλαμβάνουν και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές από συμβάσεις που θα καταγγελθούν μέσα σε δύο μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
4. Οφειλέτες από συμβάσεις της παραγράφου 1, των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 1.1.2005, μπορούν να ζητήσουν να υπαχθούν σε ρύθμιση σύμφωνα με τα παραπάνω, υπό τον όρο ότι θα αποπληρωθεί μέχρι την 15.4.2010 ποσό ίσο με το δέκα τοις εκατό της οφειλής που προκύπτει, χωρίς να υπολογίζονται τόκοι υπερημερίας και ανατοκισμού, για τους οποίους τηρείται χωριστός λογαριασμός. Αν ο οφειλέτης αποπληρώσει το ήμισυ της οφειλής σύμφωνα με τη ρύθμιση, διαγράφονται οριστικά οι τόκοι υπερημερίας και ανατοκισμού. Δεν επιτρέπεται η καταγγελία της ρύθμισης, αν δεν υπάρχει καθυστέρηση τεσσάρων τουλάχιστον μηνιαίων δόσεων.
5. Οι αιτήσεις για την υπαγωγή στη ρύθμιση των οφειλών των προηγούμενων παραγράφων υποβάλλονται μέχρι τις 15.3.2010. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να γνωστοποιούν στον οφειλέτη μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την υποβολή της αίτησης το ύψος της οφειλής που προκύπτει κατά τα ανωτέρω. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι τις 30.6.2010 δεν επιτρέπεται να αρχίσει ή να συνεχίσει αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών, που δύνανται να ρυθμιστούν με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
6. Στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και ληξιπρόθεσμες οφειλές από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν καταγγελθεί ή έχουν καταγγελθεί τον τελευταίο μήνα πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
7. Δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου ληξιπρόθεσμες οφειλές από συμβάσεις πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, από ομολογιακά δάνεια και από δάνεια εγγυημένα ή επιδοτούμενα από το Δημόσιο.
8. Δικαίωμα να ζητήσουν την υπαγωγή στο νόμο αυτό έχουν οι πρωτοφειλέτες, οι εγγυητές και οι καθολικοί διάδοχοί τους.
¶ρθρο 2
Αποπληρωμή ενήμερων οφειλών
1. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν συνάψει με Τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις δανείων για επιχειρηματικούς, επαγγελματικούς ή αγροτικούς σκοπούς, μπορούν να ζητήσουν από αυτά, για οφειλές που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των επόμενων παραγράφων, να εφαρμοστούν ένα από τα ακόλουθα μέτρα:
α) περίοδος χάριτος ενός έτους, χωρίς καταβολή τόκων και κεφαλαίου, με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και κεφαλαιοποίηση των τόκων στη λήξη της περιόδου χάριτος,
β) αναστολή επί διετία της χρεολυτικής αποπληρωμής του άληκτου κεφαλαίου με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και καταβολή των τόκων στη διάρκεια της αναστολής σύμφωνα με την περιοδικότητα του εκτοκισμού που προβλέπεται στη σύμβαση, και
γ) παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου κατά τρία έτη.
2. Την επιλογή κατά την προηγούμενη παράγραφο και για ανεξόφλητο κεφάλαιο που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ ανά πιστωτικό ίδρυμα και πάντως στο σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων το ένα εκατομμύριο ευρώ έχουν
α) φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, και εμφανίζουν κατά την τελευταία μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2009 χρήση ετήσιο κύκλο εργασιών μικρότερο των δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ και έχουν κατά την ίδια χρήση ζημία,
β) αγροτικοί συνεταιρισμοί, ενώσεις αυτών και ομάδες παραγωγών, ανεξάρτητα από την κατηγορία βιβλίων που τηρούν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης περίπτωσης.
3. Την επιλογή κατά την παράγραφο 1 και για ανεξόφλητο κεφάλαιο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ ανά πιστωτικό ίδρυμα και στο σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ, έχουν
α) φυσικά και νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα και κατά τη χρήση του έτους 2008 εμφανίζουν ετήσια ακαθάριστα έσοδα μικρότερα των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ,
β) φυσικά πρόσωπα που ασκούν κατά κύριο επάγγελμα αγροτική δραστηριότητα,
γ) επιχειρήσεις που έχουν υποστεί σημαντικές καταστροφές από πυρκαγιές ή φυσικά φαινόμενα από το έτος 2007 και μέχρι την δημοσίευση του παρόντος νόμου.
4. Αιτήσεις για την υπαγωγή στις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων υποβάλλονται μέχρι τις 15.3.2010. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής που απαιτούνται.
5. Αν καταγγελθούν συμβάσεις ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μετά την πάροδο δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι τις 30 Ιουνίου 2011, ο οφειλέτης δικαιούται να αποπληρώσει το κατάλοιπο του λογαριασμού σε πέντε έτη με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, καταβάλλοντας κατά το πρώτο έτος μόνο τόκους. Για τον υπολογισμό των τόκων ισχύει το συμβατικό επιτόκιο οφειλής, το οποίο θα εφαρμοζόταν αν η σύμβαση δεν είχε καταγγελθεί. Το δικαίωμα του οφειλέτη για ρύθμιση της οφειλής ασκείται μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση σε αυτόν της καταγγελίας. Η προθεσμία δεν αρχίζει αν δεν ενημερωθεί ο οφειλέτης για το δικαίωμά του. Το συνολικό ποσό που ρυθμίζεται κατά τους όρους της παραγράφου αυτής, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3.
6. Αν μειωθεί ή δεν ανανεωθεί μονομερώς από το πιστωτικό ίδρυμα το πιστωτικό όριο συμβάσεων ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τον τελευταίο μήνα πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ή μέχρι τις 30 Ιουνίου 2011, ο οφειλέτης δικαιούται να εξοφλήσει το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού και κατά το μέρος που αυτό δεν υπερβαίνει τα όρια που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 σε πέντε έτη σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
7. Το δικαίωμα των παραγράφων 5 και 6 ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει έναντι ενός μόνο πιστωτικού ιδρύματος.
8. Οι εξαιρέσεις της παραγράφου 7 του άρθρου 1 του παρόντος ισχύουν και για τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου.
¶ρθρο 3
Γενική διαγραφή δυσμενών δεδομένων για εξοφληθείσες οφειλές
1. Διαγράφονται από τα αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που τηρούνται από τα πιστωτικά ή χρηματοδοτικά εν γένει ιδρύματα ή λειτουργούν χάριν αυτών όλες οι καταχωρισμένες περιπτώσεις για απλήρωτες επιταγές, επί των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία πληρωμής, ανεξόφλητα κατά τη λήξη τους συναλλαγματικές και γραμμάτια εις διαταγήν, καταγγελίες συμβάσεων δανείων και πιστώσεων, διαταγές πληρωμής, κατασχέσεις και επιταγές προς πληρωμή του ν. δ. της 17.7./13.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», περιλήψεις εκθέσεων κατάσχεσης, προγράμματα πλειστηριασμών και διοικητικές κυρώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εξοφληθεί η οφειλή στο σύνολό της ή θα εξοφληθεί μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
2. Αίρεται κάθε περιορισμός χορήγησης νέου βιβλιαρίου επιταγών που έχει επιβληθεί με βάση τη με αριθμό 234/23/11.12.2006 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Β 63/2007) για επιταγές που έχουν εξοφληθεί ή θα εξοφληθούν μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
¶ρθρο 4
Περιορισμοί στην επεξεργασία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 40 του ν. 3259/2004 (Α 149), όπως η παράγραφος αυτή έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 70 του ν. 3746/2009 (αΆ 27), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Ο χρόνος τήρησης και χρήσης από τα πιστωτικά και εν γένει χρηματοδοτικά ιδρύματα ή από αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που λειτουργούν νόμιμα χάριν αυτών δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα για τις αντίστοιχες αναφερόμενες περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εξοφληθεί η οφειλή στο σύνολό της και έχει παρέλθει το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα για το σύνολο των καταχωρημένων στο αρχείο δεδομένων, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αΆ, για την οποία αρκεί η πάροδος του χρόνου της συγκεκριμένης κατηγορίας:
α) Απλήρωτες επιταγές, επί των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία πληρωμής, ανεξόφλητα κατά τη λήξη τους συναλλαγματικές και γραμμάτια εις διαταγήν και καταγγελίες συμβάσεων δανείων και πιστώσεων, δύο (2) έτη. Επιταγές, που εξοφλούνται μέσα σε τριάντα ημέρες από τη σφράγισή τους δεν εμφανίζονται στα ανωτέρω αρχεία και οι καταχωρισμένες διαγράφονται.
β) Διαταγές πληρωμής, τρία (3) έτη.
γ) Κατασχέσεις και επιταγές προς πληρωμή του ν. δ. της 17.7./13.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών, περιλήψεις εκθέσεων κατάσχεσης, προγράμματα πλειστηριασμών και διοικητικές κυρώσεις του Υπουργείου Οικονομικών, τέσσερα (4) έτη».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 40 του ν. 3259/2004 (Α 149), όπως η παράγραφος αυτή έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 70 του ν. 3746/2009 (ΑΆ 27), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς για οφειλές που δεν έχουν εξοφληθεί, εφόσον δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους τα χίλια ευρώ, δεν εμφανίζονται στα αρχεία μεταδιδόμενων πληροφοριών».
3. Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς για οφειλές που έχουν εξοφληθεί, εφόσον δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους τις τρεις χιλιάδες ευρώ και δεν υπερβαίνουν τις τρεις καταχωρίσεις, δεν εμφανίζονται στα αρχεία μεταδιδόμενων πληροφοριών.
4. Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς για οφειλές που δεν έχουν εξοφληθεί διαγράφονται δέκα έτη μετά την εγγραφή.
5. Η παύση της εμφάνισης στα αρχεία μεταδιδομένων πληροφοριών επιταγών επί των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία πληρωμής, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, αίρει το μέτρο στέρησης του βιβλιαρίου επιταγών που έχει επιβληθεί κατΆ εφαρμογή της με αριθμό 234/23/11.12.2006 απόφασης της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Β 63/2007), για τις επιταγές αυτές.
¶ρθρο 5
Υποχρέωση ενημέρωσης
Το πιστωτικό και εν γένει το χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει διαβιβάσει σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που λειτουργούν νόμιμα δυσμενή δεδομένα για οφειλές υποχρεούται μέσα σε δύο εργάσιμες ημέρες από την περιέλευση σε αυτό των στοιχείων που αποδεικνύουν την εξόφληση της οφειλής να προβεί αδαπάνως για τον οφειλέτη στην ενημέρωση του υπεύθυνου επεξεργασίας των παραπάνω αρχείων.
¶ρθρο 6
Προσωρινή δικαστική προστασία
1. Με αίτηση που στρέφεται κατά του δανειστή και δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 682 επ. Κ.Πολ.Δ., το αρμόδιο κατά τις διατάξεις αυτές δικαστήριο, δικαιούται να διατάξει προσωρινά ως ασφαλιστικό μέτρο τη μη εμφάνιση σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, που διατηρούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή λειτουργούν χάριν αυτών, ληξιπρόθεσμης οφειλής, για την οποία έχει ασκηθεί αγωγή ή ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής ή κατά πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης εφόσον πιθανολογείται η ανυπαρξία της οφειλής.
2. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας των αρχείων υποχρεούνται, με τη γνωστοποίηση σΆ αυτούς της δικαστικής απόφασης που δέχεται την αίτηση, να μεριμνήσουν μέσα σε δύο εργάσιμες ημέρες να μην εμφανίζονται στα αρχεία και να μην μεταβιβάζονται τα παραπάνω δεδομένα.
3. Η απόφαση που διατάζει το πιο πάνω ασφαλιστικό μέτρο παύει αυτοδικαίως να ισχύει αν δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης.
¶ρθρο 7
Παροχή βιβλιαρίου επιταγών με εγγύηση
Το πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται να χορηγεί κατά τη διάρκεια ισχύος μέτρου στέρησης χορήγησης βιβλιαρίου επιταγών νέο βιβλιάριο επιταγών εφόσον παρέχεται επΆ αυτών τριτεγγύηση έως πέντε χιλιάδες ευρώ για κάθε επιταγή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο δεν υφίσταται το ανωτέρω μέτρο στέρησης.
¶ρθρο 8
Κυρώσεις
Ο Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας επιβάλει για κάθε παράβαση των υποχρεώσεων από τον παρόντα νόμο πρόστιμο που ανέρχεται από δέκα χιλιάδες (10.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
¶ρθρο 9
Διαγραφή απαιτήσεων
Για απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που διαγράφονται με τον παρόντα νόμο εφαρμόζεται το άρθρο 30 παρ. 10 του ν. 2789/2000 (ΑΆ 21). Τα διαγραφόμενα εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης εντός της οποίας ενεργείται η διαγραφή προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών. Η ωφέλεια που αποκτάται από τη διαγραφή τόκων δεν θεωρείται εισόδημα υποκείμενο σε φορολογία.
ΜΕΡΟΣ Β: ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
¶ρθρο 10
Αναστολή υποβολής των αιτήσεων υπαγωγής επενδυτικών σχεδίων στις διατάξεις του νόμου 3299/2004
1α. Αιτήσεις επενδυτικών σχεδίων για την υπαγωγή τους στις ενισχύσεις της επιχορήγησης ή και της επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης ή της επιδότησης του κόστους της δημιουργούμενης απασχόλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3299/2004, όπως ισχύει, υποβάλλονται έως και την 31η Δεκεμβρίου 2009.
β. Η έναρξη δαπανών για την ένταξη των επενδυτικών σχεδίων στην ενίσχυση της φορολογικής απαλλαγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3299/2004, είναι δυνατή έως και την 31 Δεκεμβρίου 2009.
2. Αιτήσεις επενδυτικών σχεδίων που θα κατατεθούν στις αρμόδιες υπηρεσίες έως και την 31η Δεκεμβρίου 2009 καθώς και για όσες υποβληθείσες δεν έχει εκδοθεί εγκριτική ή απορριπτική απόφαση της Διοίκησης εξετάζονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου 3299/2004 και τις κανονιστικές αποφάσεις κατ΄ εξουσιοδότηση των διατάξεων του.
¶ρθρο 11
Τελική διάταξη
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2009
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
ΛΟΥΚΙΑ Τ. ΚΑΤΣΕΛΗ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΠΑΤΖΕΛΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ
Πηγή: ΑΠΕ-MΠΕ