Πτώση του τζίρου των εμπορικών καταστημάτων κατά την περίοδο των χειμερινών εκπτώσεων σε ποσοστό μεταξύ 15% και 20% σε σχέση με πέρυσι, περιμένουν οι έμποροι και ζητούν από την κυβέρνηση σωστή διαχείριση της δυσφορίας και της κακής ψυχολογίας του καταναλωτή.
«Από το κακό στο χειρότερο πηγαίνει η αγορά λιανεμπορίου που ασφυκτιά από την ελεύθερη πτώση της κατανάλωσης τις πρώτες έξι εβδομάδες του έτους, με μόνη εξαίρεση την πρώτη εβδομάδα των εκπτώσεων», παρατηρεί ο πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου Β. Κορκίδης.
«¶φαντοι είναι οι καταναλωτές από τα μαγαζιά των μεγάλων και μικρών αγορών από τις αρχές του Φεβρουαρίου, ενώ η υποχώρηση του τζίρου των χειμερινών εκπτώσεων υπολογίζεται να κυμανθεί μεταξύ 15% έως και 20% σε σχέση με την περσινή περίοδο», συμπληρώνει.
Ο κ. Κορκίδης υποστηρίζει επιπλέον ότι «τα “υπερβολικά” ποσοστά εκπτώσεων και οι “τιμές ευκαιρίας” δεν έπεισαν το καταναλωτικό κοινό να αγοράσει και δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με συνέπεια οι μισές επιχειρήσεις να έχουν μπει σε περιπέτειες ρευστότητας και αρκετές δύσκολα θα ανακάμψουν».
«Στη δραστική μείωση των λιανικών πωλήσεων το τελευταίο διάστημα συνέβαλαν κυρίως οι ασαφείς ανακοινώσεις των νέων φορολογικών, ασφαλιστικών και εργασιακών μέτρων, οι οποίες δημιούργησαν ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα και δυσφορία στον Έλληνα καταναλωτή», εκτιμά ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ.
«Οι συνθήκες απραξίας που βιώνει το εμπόριο σήμερα είναι πρωτοφανείς και χρειάζονται άμεσα μέτρα τόνωσης της αγοράς και όχι μόνο εισπρακτικά μέτρα περιστολής του ελλείμματος», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Οι περικοπές αμοιβών κατά 1,2 δισ. ευρώ και η επιβολή έμμεσων φόρων ύψους 1 δισ. ευρώ θα γίνουν σύντομα αισθητές στην τσέπη μας και υπολογίζεται ότι θα λείψουν επιπλέον από την κατανάλωση, δημιουργώντας πολλαπλά προβλήματα σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις», προσθέτει.
Καταλήγοντας, ο κ. Κροκίδης τονίζει: «Ίσως θα πρέπει σύντομα να αποχαιρετήσουμε τον «ελληνικό τρόπο» ζωής και να ξεχάσουμε τις εποχές κατανάλωσης που ξέραμε, αφού οι Έλληνες σήμερα αγοράζουμε λιγότερο, αποταμιεύουμε λιγότερο και όμως εξακολουθούμε να είμαστε υπερχρεωμένοι. Η ύφεση είναι βαθιά και για να μην γίνει βαθύτερη, απαιτείται σωστή διαχείριση της δυσφορίας και της κακής ψυχολογίας του καταναλωτή, ώστε η «ευρωπαϊκή» απαισιοδοξία να μην πλήξει περισσότερο την ελληνική αγορά».