«Γιατί η χρεοκοπία δεν αποτελεί επιλογή»

Δευτέρα, 22 Φεβρουαρίου 2010 15:52

Η χρεοκοπία δεν είναι επιθυμητή με καθαρά οικονομικά κριτήρια, πέραν των συμβολισμών της, εκτιμά ο Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Senior Economist της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Eurobank EFG, σε μελέτη η οποία φιλοξενείται στην περιοδική έκδοση «Οικονομία και Αγορές» που εξέδωσε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG.

Στη μελέτη του Δρα Τάσου Αναστασάτου, με τίτλο «Γιατί η χρεοκοπία δεν αποτελεί επιλογή: Κόστη, διαφορές και επιπτώσεις στις διαθέσιμες επιλογές οικονομικής πολιτικής», επισημαίνεται ότι οι χρεοκοπίες συνοδεύονται από απώλεια συναλλαγματικών διαθεσίμων, υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (όταν αυτή είναι ανεξάρτητη), συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα (τραπεζικοί πανικοί, μείωση καταθέσεων, φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό καταρρεύσεις κάποιων εγχωρίων πιστωτικών ιδρυμάτων), δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα, επιτάχυνση της νομισματικής προσφοράς και πληθωρισμό, αύξηση του κόστους δανεισμού, πολυετή ύφεση μετά το χρεοστάσιο, καθώς και μακροχρόνια οικονομικοπολιτική εξάρτηση.

Για μια ανεπτυγμένη χώρα σαν την Ελλάδα, τα κόστη φήμης και αξιοπιστίας από μία χρεοκοπία θα ήταν πιο επώδυνα, η παροχή βοήθειας μετά την κήρυξη χρεοκοπίας δυσχερέστερη και η φυγή κεφαλαίων μεγαλύτερη.

Η παρούσα κατάσταση ωστόσο παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από τις ιστορικές χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους, κυρίως λόγω της μεγάλης ανόδου του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε σχέση με το παρελθόν και της προστασίας που παρέχει η συμμετοχή στην ΟΝΕ. Διαφέρει όμως σημαντικά και από τις οικονομικές συνθήκες στις χώρες οι οποίες κήρυξαν χρεοκοπία στο πρόσφατο παρελθόν. Απουσιάζουν οι κυριότεροι λόγοι κήρυξης χρεοκοπίας, τουτέστιν η καχυποψία των αγορών ως προς την προθυμία πληρωμής και η πιθανότητα υποτίμησης του εθνικού νομίσματος η οποία αυξάνει το βάρος δανείων συναφθέντων σε ξένο νόμισμα.

Η μελέτη εξηγεί γιατί η κήρυξη στάσεως πληρωμών, με τον τρόπο τον οποίο εφαρμόστηκε σε αρκετά αναπτυσσόμενα κράτη τις τελευταίες δεκαετίες, δεν είναι εφικτή για ένα κράτος μέλος της ζώνης του Ευρώ όπως η Ελλάδα. Παρά ταύτα, τις τελευταίες δεκαετίες, η διεθνής αρχιτεκτονική χειρισμού των κρίσεων έχει μεταβληθεί ώστε υποστήριξη να παρέχεται μόνο εάν μία χώρα εφαρμόζει συνεπείς πολιτικές, ιδίως όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η στρατηγική της ΕΕ συνίσταται στην άσκηση πίεσης, με προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα, σε χώρες με προβλήματα να εφαρμόσουν συνεπείς δημοσιονομικές επιλογές με ίδιες δυνάμεις, χωρίς διασωστική χρηματοδότηση. Ωστόσο, έχει καταστεί πλέον σαφές ότι πιθανή χρεοκοπία ενός κράτους-μέλους της ΟΝΕ θα προκαλούσε ντόμινο επιθέσεων ή αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους μέχρι πρότινος φερέγγυων χωρών, εν είδη αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Μια τέτοια προοπτική θα υπέσκαπτε την αξιοπιστία του κοινού νομίσματος ως ασπίδας προστασίας έναντι κρίσεων, νομισματικής και χρηματοπιστωτικής αστάθειας και θα έθετε εν εμφιβόλω το επίπεδο ή και την ίδια την ύπαρξη του ευρώ. Κατά συνέπεια, σταδιακά μορφοποιείται μία συναίνεση για μία πολυμερή πρωτοβουλία. Το ζητούμενο είναι εάν η πολιτική στήριξη αρκεί για να καθησυχάσει τους φόβους των αγορών, ώστε να αποκατασταθεί η παροχή εξωτερικής χρηματοδότησης στις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, ή απαιτείται διαθεσιμότητα δανειακών κεφαλαίων και εγγυήσεων. Όσο πειστικότερη η επίδειξη αποφασιστικότητας από την ΕΕ, τόσο μικρότερη η πιθανότητα αυτά τα κεφάλαια τελικώς να χρησιμοποιηθούν. ¶λλωστε, είναι ήδη σαφές ότι η όποια διευκόλυνση θα συνοδεύεται από όρους αρκετά αυστηρούς ώστε, και να εξασφαλίζεται η δημοσιονομική προσαρμογή, και να μην δημιουργείται ηθικός κίνδυνος (moral hazard) χαλάρωσης άλλων απείθαρχων δημοσιονομικά χωρών.

Η Ελλάδα δεν πρέπει να επαφίεται στη –λεκτική ή ουσιαστική- στήριξη από την ΕΕ. Πρέπει η ίδια να λάβει αποφασιστικά μέτρα τα οποία θα επαναφέρουν το κόστος δανεισμού σε λογικότερα επίπεδα. Χρειάζονται αυξήσεις των εσόδων και –κυρίως- μειώσεις των δημοσίων δαπανών με επιθετικότερο τρόπο από αυτόν που έχουν προβλέψει οι αγορές ώστε να ανατραπούν οι προσδοκίες χρεοκοπίας. Η παραμονή της Ελλάδας εντός της Ευρωζώνης είναι μονόδρομος για την μακροχρόνια βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας αλλά επιβάλλει μία συνολική αντιμετώπιση των παθογενειών της, με έμφαση στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Εφόσον δεν υπάρχουν οι προσωρινές ανακουφίσεις των υποτιμήσεων, χρειάζεται ταχεία εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ως προς την ποιότητα και αύξησης των εξαγωγών. Ειδάλλως, η αποφυγή του “αργού θανάτου” της ελληνικής οικονομίας θα επιτευχθεί αναγκαστικά με την επιβολή πολυετούς ύφεσης η οποία θα μειώσει μισθούς και τιμές. Καθυστερήσεις ή ατολμία δεν αποτελούν φιλολαϊκή πολιτική, αντιθέτως αυξάνουν το κόστος της προσαρμογής και μειώνουν τις δυνατότητες δίκαιης και αποτελεσματικής κατανομής του.

Η μελέτη του καθηγητή Δημήτρη Μαλλιαρόπουλου έχει τίτλο «Δημοσιονομική Προσαρμογή και Οικονομική Ανάπτυξη 2010-2020». Εξετάζει την δυναμική του δημόσιου χρέους κάτω από εναλλακτικά σενάρια οικονομικής ανάπτυξης για την επόμενη δεκαετία. Ο στόχος είναι να δώσει μια πρώτη απάντηση όσον αφορά το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής η οποία είναι απαραίτητη ώστε να προσεγγίσουμε μακροπρόθεσμα συνθήκες βιωσιμότητας. Προκύπτει ότι για να σταθεροποιηθεί το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης για την επόμενη δεκαετία (1% ετησίως), πρέπει το ελληνικό δημόσιο να προχωρήσει στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3% ετησίως. Για να μειωθεί το δημόσιο χρέος σταδιακά στο 90% του ΑΕΠ έως το 2020 σε ένα σενάριο μέτριας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (2% ετησίως), απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,5% ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι, με δεδομένη την επιβάρυνση από τις αποπληρωμές τόκων, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα πρέπει να μηδενιστεί για μια δεκαετία. Η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να επικεντρωθεί στην περικοπή καταναλωτικών δαπανών του δημοσίου. Οι δαπάνες για δημόσια απασχόληση στην Ελλάδα (μόνο στον στενό δημόσιο τομέα, δηλ. την κεντρική κυβέρνηση) έχουν διπλασιαστεί κατά την τελευταία δεκαετία και απορροφούν σήμερα το 55% των εσόδων του δημοσίου, σε σχέση με 38% στην Ευρώπη των 27. Ο στόχος της αύξησης των φορολογικών εσόδων είναι στη σωστή κατεύθυνση, καθώς η Ελλάδα είναι στην Ευρώπη των 27 από τις χώρες με τα χαμηλότερα έσοδα του Δημοσίου ως ποσοστό του ΑΕΠ. Όμως, καθώς τα φορολογικά έσοδα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας, η μείωση των δαπανών πρέπει να αποτελεί τον κύριο μοχλό της δημοσιονομικής προσαρμογής.



Προτεινόμενα για εσάς


Σχετικά σύμβολα

  • ΕΥΡΩΒ



Σχολιασμένα