Οι πρόσφατες εξελίξεις του κλάδου Εμφιαλωμένων Νερών επισημαίνονται στην τελευταία (12η) έκδοση της κλαδικής μελέτης που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, μέλους του Ομίλου της Global Finance:
Η στροφή των καταναλωτών σε έναν πιο υγιεινό τρόπο διατροφής τα τελευταία κυρίως χρόνια, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης για μη αλκοολούχα ποτά (εμφιαλωμένα νερά, χυμοί, αναψυκτικά light, ισοτονικά ποτά). Οι υψηλές θερμοκρασίες και η αύξηση της τουριστικής κίνησης που εμφανίζονται στην χώρα μας μεταξύ των μηνών Απριλίου και Οκτωβρίου οδηγούν σε μεγαλύτερη ζήτηση για εμφιαλωμένα νερά. Επιπλέον, η ζήτηση επηρεάζεται θετικά και από την ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα του δικτύου ύδρευσης σε ορισμένες περιοχές της χώρας.
Ο όγκος της εγχώριας φαινομενικής κατανάλωσης εμφιαλωμένων νερών ακολούθησε ανοδική πορεία κατά τη διάρκεια της περιόδου 1990-2008 με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής της τάξης του 12%. Το 2008 η κατανάλωση εμφάνισε αύξηση κατά 13,6% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά των εμφιαλωμένων νερών καταλαμβάνει η κατηγορία των φυσικών μεταλλικών νερών με ποσοστό 72,5% το 2008. Ακολουθεί η κατηγορία των επιτραπέζιων νερών με 21,0% και η κατηγορία των ανθρακούχων με 6,5%.
Ο κλάδος των εμφιαλωμένων νερών αποτελεί έναν από τους πλέον αναπτυσσόμενους κλάδους της ευρύτερης βιομηχανίας τροφίμων-ποτών. Στον εξεταζόμενο κλάδο δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ολιγάριθμες μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες είτε ασχολούνται αποκλειστικά με την εμφιάλωση νερού, είτε δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο κλάδο τροφίμων και ποτών.
Χαρακτηρίζεται δε, από έντονο ανταγωνισμό με αποτέλεσμα οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου να διαθέτουν υψηλά ποσά για διαφημιστικές και προωθητικές ενέργειες, με στόχο την αναγνωρισιμότητα των προϊόντων τους από όλο και μεγαλύτερο μέρος των καταναλωτών, σε μια προσπάθεια αύξησης των πωλήσεών τους και ενίσχυσης του μεριδίου τους στην αγορά.
Σημαντικές αλλαγές έχουν συντελεστεί με την πάροδο των χρόνων σε ό,τι αφορά στις συσκευασίες των εμφιαλωμένων νερών. Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε αντικατάσταση των συσκευασιών pvc από πιο ασφαλείς συσκευασίες τύπου pet, ενώ διευρύνεται η χρήση γυάλινων φιαλών του 1lt, κυρίως σε χώρους μαζικής εστίασης. Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, η συσκευασία της γυάλινης φιάλης του 1lt παρουσιάζει όλο και μεγαλύτερη ζήτηση στους χώρους μαζικής εστίασης τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, παρατηρείται ανοδική πορεία στην αγορά των ψυκτών εμφιαλωμένου νερού. Η ανάγκη για εύκολη και εύχρηστη πρόσβαση σε εμφιαλωμένο νερό στους χώρους εργασίας, οδήγησε ορισμένες μεγάλες εταιρείες του κλάδου στην εμφιάλωση νερού σε συσκευασίες των 5lt, 10lt και 18,9lt, προκειμένου να εκμεταλλευτούν την αναδυόμενη τάση.
Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, η συνεχής άνοδος της τιμής του πετρελαίου δημιουργεί προβλήματα στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των εμφιαλωμένων νερών, καθώς επηρεάζει τόσο τις τιμές των υλικών συσκευασίας (PET - ως παράγωγο του πετρελαίου), όσο και το κόστος της μεταφοράς των προϊόντων τους σε όλη την Ελλάδα. Το κόστος μεταφοράς είναι ήδη αρκετά υψηλό καθώς το νερό αποτελεί ένα βαρύ φορτίο με χαμηλή τιμή διάθεσης (μικρό ως εκ τούτου περιθώριο κέρδους), αποθαρρύνοντας έτσι και τις επιχειρήσεις να πραγματοποιήσουν εξαγωγές.
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε εκτενής χρηματοοικονομική ανάλυση παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 21 επιχειρήσεων εμφιάλωσης νερού, για τη διετία 2007-2008. Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου προκύπτουν τα εξής: Το σύνολο του ενεργητικού παρουσίασε αύξηση κατά 13,5% το 2008 η οποία οφείλεται κυρίως στην αύξηση των καθαρών παγίων αλλά και των απαιτήσεων. Οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών του δείγματος εμφανίζονται αυξημένες το 2008 κατά 15% περίπου, σε σχέση με το 2007. Αύξηση ποσοστού 13,6% παρουσίασε και το μικτό κέρδος την ίδια περίοδο. Ωστόσο, η αύξηση των χρηματοοικονομικών δαπανών και των λοιπών λειτουργικών εξόδων οδήγησαν στη μείωση του συνολικού λειτουργικού αποτελέσματος κατά 30,8%. Από την άλλη πλευρά όμως, η σημαντική μείωση των μη λειτουργικών εξόδων οδήγησε στην αύξηση των συνολικών καθαρών κερδών (προ φόρου) κατά 11,2%.