Μικρά περιθώρια ανάπτυξης παρουσιάζει η εγχώρια αγορά απορρυπαντικών και σαπουνιών για οικιακή χρήση, σύμφωνα με σχετική κλαδική έρευνα της ICAP:
Στον κλάδο των απορρυπαντικών σαπουνιών δραστηριοποιούνται αφενός μεν μεγάλου μεγέθους εταιρείες που διαθέτουν ποικιλία προϊόντων και, αφετέρου, μικρότερες επιχειρήσεις που ασχολούνται κυρίως με συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων. Οι επιχειρήσεις του κλάδου, πέραν των εξεταζόμενων προϊόντων, συνήθως παράγουν ή εισάγουν παράλληλα και καλλυντικά, χημικά προϊόντα, χαρτικά ή και απορρυπαντικά λοιπών χρήσεων εκτός της οικιακής.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του κλάδου είναι ο έντονος ανταγωνισμός που αναπτύσσεται μεταξύ των επιχειρήσεων, καθώς και ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης που παρουσιάζει η εξεταζόμενη αγορά. Το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εγχώριας αγοράς καλύπτεται από λίγες μεγάλου μεγέθους εταιρείες, κυρίαρχη θέση μεταξύ των οποίων καταλαμβάνουν οι θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων.
Μεταξύ των μεγάλων εταιριών αναπτύσσεται έντονος ανταγωνισμός, με σκοπό τη κατάκτηση όλο και μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς, γεγονός που ωθεί τις επιχειρήσεις απορρυπαντικών – σαπουνιών σε έρευνες και εξέλιξη της τεχνολογίας, με στόχο τη δημιουργία νέων προϊόντων που να καλύπτουν πληρέστερα τις ανάγκες του τελικού καταναλωτή. Ο υφιστάμενος ανταγωνισμός οξύνεται περαιτέρω από την τάση επέκτασης των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μείωση της εγχώριας παραγωγής και αντίστοιχη αύξηση των εισαγόμενων ποσοτήτων απορρυπαντικών – σαπουνιών. Ορισμένες μεγάλες εταιρείες του κλάδου εισάγουν πλέον μέρος των διατιθέμενων προϊόντων τους στην εγχώρια αγορά, με σκοπό την επίτευξη οικονομιών κλίμακας.
Η εγχώρια παραγωγή απορρυπαντικών – σαπουνιών παρουσίασε σε γενικές γραμμές ανοδική τάση κατά τη διάρκεια των ετών 1990-2008, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 2,28%. Η κατηγορία των απορρυπαντικών οικιακού καθαρισμού καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό, καλύπτοντας το 43% περίπου της συνολικής παραγωγής το 2008. Ακολούθησαν τα μαλακτικά με ποσοστό συμμετοχής 22%, τα απορρυπαντικά ρούχων με 19%, τα απορρυπαντικά πιάτων με μερίδιο 12% περίπου και τα σαπούνια με ποσοστό 4%.
Η εγχώρια αγορά απορρυπαντικών και σαπουνιών παρουσίασε ανοδική τάση το χρονικό διάστημα 1990-2008, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 2,44%. Η εισαγωγική διείσδυση ανήλθε σε 38,3% το 2008, ενώ οι εξαγωγές κάλυψαν το 29,8% της εγχώριας παραγωγής.
Το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής αγοράς καλύπτεται από τα απορρυπαντικά ρούχων και τα απορρυπαντικά οικιακού καθαρισμού, με μερίδιο 35% και 32% αντίστοιχα το 2008.
Με βάση τον ομαδοποιημένο ισολογισμό που συνετάχθη με δείγμα 16 επιχειρήσεων του κλάδου που έχουν δημοσιεύσει οικονομικά στοιχεία τη διετία 2007-2008, προκύπτουν τα εξής: Ο συνολικός κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκε κατά 4,3% το 2008/07 ενώ το αντίστοιχο μικτό κέρδος βελτιώθηκε κατά 8,3%. Συνέπεια των παραπάνω ήταν η αύξηση τόσο των κερδών ΕΒITDA, όσο και των κερδών προ φόρου τα οποία αυξήθηκαν κατά 2,7%. Σε γενικές γραμμές ο κλάδος χαρακτηρίζεται από ικανοποιητική κερδοφορία και υψηλούς δείκτες αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων.
Όσον αφορά την εξέλιξη της εγχώριας αγοράς, παράγοντες του κλάδου εκτιμούν ότι, σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις, η συνολική κατανάλωση των απορρυπαντικών – σαπουνιών (σε ποσότητα) θα παραμείνει σχετικά σταθερή κατά τη διετία 2009-2010. Διαφοροποιήσεις αναμένονται μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών. Ειδικότερα, προβλέπεται περαιτέρω αύξηση της ζήτησης των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στο εξεταζόμενο κλάδο (εκτιμώμενη μέση ετήσια αύξηση 8%-10%). Το μερίδιο των υγρών απορρυπαντικών αναμένεται να ενισχυθεί εις βάρος των αντίστοιχων σε σκόνη, ιδιαίτερα όσον αφορά την κατηγορία των απορρυπαντικών ρούχων.