Τα δημοσιονομικά μέτρα που ανακοινώθηκαν στις 3 Μαρτίου είναι απολύτως απαραίτητα για τη θεραπεία των μεγάλων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας επισημαίνει το ΙΟΒΕ στην τριμηνιαία έκθεσή του για την οικονομία.
Ταυτόχρονα, αποτελούν ευκαιρία διόρθωσης λαθών του παρελθόντος και επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας σε μια νέα, βιώσιμη, τροχιά οικονομικής ανάπτυξης, αφού όμως μεσολαβήσει μια περίοδος αρνητικών ρυθμών.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, τα μέτρα που ελήφθησαν είναι επαρκή για την επίτευξη του στόχου της μείωσης του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στο 8,7% του ΑΕΠ το 2010, παρά την αναμενόμενη συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2010 κατά 2,5% και τους υψηλότερους τόκους του δημόσιου χρέους.
Επιπλέον, τα μέτρα αυτά καθιστούν περισσότερο ρεαλιστικούς τους αντίστοιχους στόχους για το 2011 και το 2012 και παρέχουν μεγαλύτερη άνεση χρόνου για την απόδοση των διαρθρωτικών μέτρων αύξησης των δημοσίων εσόδων και μείωσης των δημοσίων δαπανών.
Πρόβλεψη για αύξηση του δημοσίου χρέους έως και το 2011
Ωστόσο, το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα συνεχίσει να αυξάνεται έως και το 2011, στοιχείο που πρέπει να προβληματίζει και απαιτεί τελικά μια περισσότερο επιθετική πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της περιουσίας του δημοσίου.
Η έμφαση πλέον πρέπει να δοθεί στην επιμελή εφαρμογή των μέτρων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Τα αποτελέσματα της εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού το δίμηνο Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010 ήταν ενθαρρυντικά και εφόσον η τάση συνεχιστεί, θα συμβάλει στη βελτίωση του κλίματος στις διεθνείς αγορές ομολόγων εν όψει του κρίσιμου διμήνου (Απρίλιος-Μάιος) για την κάλυψη των δανειακών αναγκών του δημοσίου.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η αργή αποκλιμάκωση των επιτοκιακών περιθωρίων των κρατικών ομολόγων (spreads) είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της δημοσιονομικής πολιτικής είναι μια χρονοβόρος, μη γραμμική διαδικασία.
Η δημιουργία αρνητικών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης μειώνει ως ένα βαθμό την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών μέτρων, αλλά επΆ ουδενί την ακυρώνει. Η διεθνής εμπειρία, αλλά και η ελληνική εμπειρία τη δεκαετία του 1990, δείχνει ότι σε μικρές, ανοιχτές οικονομίες με δημόσιο χρέος άνω του 70% του ΑΕΠ, η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος έχει σχετικά μικρή μόνο επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα, η οποία μάλιστα διαρκεί σχετικά λίγο. Μεσοπρόθεσμα η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει λόγω της βελτίωσης των περιθωρίων δανεισμού, του κλίματος εμπιστοσύνης και της μείωσης των εισαγωγών. Αυτά τα επιχειρήματα, όπως σημειώνει το ΙΟΒΕ, ισχύουν κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, η αξιοπιστία της οποίας βρίσκεται στο ναδίρ, κυρίως λόγω του υψηλού δημόσιου χρέους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση πρέπει να μεριμνήσει ώστε αυτή η περίοδος αρνητικής αντίδρασης της οικονομίας στο αναγκαίο δημοσιονομικό «σοκ» να είναι βραχεία. Αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν η κυβέρνηση προχωρήσει με γοργά βήματα σε μια εξωστρεφή πολιτική οικονομικής ανάπτυξης με άξονα την ανταγωνιστικότητα, η οποία βεβαίως απαιτεί ρήξη με την τρέχουσα φιλοσοφία και πρακτική.
Ανοιγμα κλειστών επαγγελμάτων
Η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης αν προχωρήσουν οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και καταργηθούν οι περιορισμοί που το δημόσιο επιβάλλει στον ανταγωνισμό (π.χ. κλειστά επαγγέλματα, ιδιαίτερα στις μεταφορές, καμποτάζ, περιορισμοί στην αγορά ενέργειας και υγείας κ.λ.π.), οι κατώτατες τιμές σε ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες, η θέσπιση υποχρεωτικών αμοιβών για μια σειρά επαγγελματικές δραστηριότητες και οι γραφειοκρατικοί περιορισμοί στην επιχειρηματικότητα, που αποστερούν την ελληνική οικονομία από σημαντικές και απαραίτητες στην τρέχουσα συγκυρία πηγές ανάπτυξης, από απαραίτητα κεφάλαια και νέες θέσεις εργασίας, και την καταδικάζουν σε ένα φαύλο κύκλο υψηλού κόστους λειτουργίας και χαμηλής ανταγωνιστικότητας.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, το άνοιγμα των αγορών και των επαγγελμάτων και η κατάργηση των περιορισμών, θα δημιουργήσει ένα νέο κύκλο εξωστρεφούς οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με ιδιωτικοποιήσεις, συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αξιοποίηση της περιουσίας του δημοσίου και την έλευση ξένων κεφαλαίων. Με τον τρόπο αυτό θα αξιοποιηθούν τα δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας στον τουρισμό (αναβάθμιση υπηρεσιών, επιμήκυνση τουριστικής περιόδου, ανάπτυξη τουριστικής κατοικίας), στην υγεία (δημιουργία κέντρων αποκατάστασης για αλλοδαπούς που πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν και επιθυμούν να διαβιούν στην Ελλάδα μεγάλο μέρος του χρόνου) στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στη ναυτιλία, τον πολιτισμό, τον πρωτογενή τομέα, καθιστώντας έτσι εφικτή τη μετάβαση από το παλαιό αναπτυξιακό πρότυπο στο νέο.
Το ΙΟΒΕ, όπως αναφέρει στην έκθεσή του, έχει επιχειρήσει, σε προηγούμενες εκθέσεις του, να ποσοτικοποιήσει τα οφέλη από το άνοιγμα των αγορών και των επαγγελμάτων και να εντοπίσει τις πηγές των ωφελειών (βλ. για παράδειγμα τριμηνιαία έκθεση Δεκεμβρίου). Στην παρούσα τριμηνιαία έκθεση επιβεβαιώνονται τα πολύ σημαντικά οφέλη από την απελευθέρωση των αγορών (η μακροχρόνια επίπτωσή τους στο ΑΕΠ υπερβαίνει τις δέκα εκατοστιαίες μονάδες) με τη χρήση ενός σύγχρονου, οικονομετρικού υποδείγματος.
Ανεκμετάλλευτες αναπτυξιακές ευκαιρίες
Τα ενθαρρυντικά αυτά προκαταρκτικά αποτελέσματα, τα οποία τεκμηριώνουν τις πάγιες θέσεις του ΙΟΒΕ, συνεπάγονται ότι η ελληνική οικονομία διαθέτει σημαντικές ανεκμετάλλευτες αναπτυξιακές ευκαιρίες, οι οποίες αν υλοποιηθούν χωρίς καθυστέρηση, είναι ικανές να δημιουργήσουν υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης για μια σειρά ετών, υποβοηθώντας τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής σχετικά με τη δημιουργία ενός μηχανισμού «έκτακτης ανάγκης» αλλά και η απόφαση της ΕΚΤ για χρονική επέκταση των έκτακτων κριτηρίων αποδοχής εξασφαλίσεων για την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες, υποβοηθούν την εξασφάλιση ρευστότητας στην ελληνική οικονομία με μη απαγορευτικούς όρους, και παρέχουν ορισμένα χρονικά περιθώρια προσαρμογής. Όμως, σύμφωνα πάντα με το ΙΟΒΕ, μόνιμη βελτίωση της κατάστασης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου αναφορικά με τη δημοσιονομική προσαρμογή, την εξασφάλιση βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και το ΅άνοιγμαΆ των κλειστών αγορών και επαγγελμάτων. Σύμφωνα με μια ευρύτερη εκδοχή, μόνιμη βελτίωση δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο με προσαρμογή του συστήματος αξιών της ελληνικής κοινωνίας ώστε να εξαλειφθούν οι λόγοι και οι αιτίες που έφεραν την Ελληνική οικονομία στη σημερινή κατάσταση.
Παραμένει σε τροχιά ανάκαμψης η διεθνής οικονομία, με τίμημα όμως για την ευρωστία των δημόσιων οικονομικών
Η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτει από την οικονομική ύφεση, καθώς πλέον η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας έχει γενικευτεί, εκτός από την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας από όπου ξεκίνησε, σε όλες τις βασικές οικονομικές περιφέρειες, παρουσιάζοντας σχετική κλιμάκωση στα τέλη του 2009 και στις αρχές του 2010. Αυτή η εξέλιξη αντανακλάται: α) στον περιορισμό της υποχώρησης ή ακόμα και στην ανάκαμψη των δεικτών παραγωγής β) στη στασιμότητα, προς το παρόν, της ανεργίας, μετά όμως από ένα μακρό διάστημα ανόδου γ) στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, όπως αυτό αποτιμάται από τις σχετικές έρευνες και δ) στη συνεχή ενίσχυση των πρόδρομων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας. Αναμφίβολα, καθοριστικό ρόλο στη σχετικά γρήγορη αντιστροφή των πτωτικών τάσεων στην παγκόσμια οικονομία έχουν τα μέτρα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους από εθνικές κυβερνήσεις και κεντρικά τραπεζικά ιδρύματα.
Από την άλλη πλευρά, η υλοποίηση της παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής επέφερε τη σημαντική επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών σε αρκετά κράτη, δυσκολεύοντας αντίστοιχα την εξυπηρέτηση των δημοσιονομικών υποχρεώσεων τους. Η συγκεκριμένη εξέλιξη έχει δρομολογήσει ήδη διαδικασίες ανάκτησης της δημοσιονομικής ισορροπίας, ιδίως στην Ευρ. Ένωση, που όμως αναμένεται να μεταβάλλουν, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, τα σχεδιασμένα για φέτος μέτρα αντιμετώπισης της οικονομικής ύφεσης και σταθεροποίησης τη λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Κλιμάκωση της ύφεσης στην ελληνική οικονομία στα τέλη του 2009, παρά την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική
Η ύφεση στην ελληνική οικονομία εντάθηκε το βΆ εξάμηνο του 2009, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, φθάνοντας το 2,5%, με α-ποτέλεσμα στο σύνολο του έτους το ΑΕΠ να υποχωρήσει κατά 2,0% σε σύγκριση με το 2008, οπότε και είχε αυξηθεί κατά 2,0%. Η πτώση του προέρχεται κυρίως από την εντεινόμενη συρρίκνωση των ιδιωτικών επενδύσεων και κατά δεύτερο λόγο από τον περιορισμό των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών. Βαθύτερη οικονομική ύφεση αποτράπηκε από τη μεγάλη επέκταση της δημόσιας κατανάλωσης και τη διεύρυνση των δημοσίων επενδύσεων, που είχαν όμως ως επακόλουθο το δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας, καθώς και από τη λιγότερο αρνητική επίδραση του εξωτερικού τομέα.
Πριν από την πλήρη ανάδειξη του δημοσιονομικού αδιεξόδου της χώρας και στις αρχές αυτής, η πορεία των κύριων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας ήταν μεικτή, με τη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής να εξασθενεί και τον κύκλο εργασιών στο λιανικό εμπόριο να ενισχύεται ελαφρά. Όμως, στον αντίποδα, ο κύκλος εργασιών στις τουριστικές επιχειρήσεις και στις κατασκευές, κλάδοι στους οποίους προδιαγράφονται σε μεγάλο βαθμό οι τάσεις στην ελληνική οικονομία, κινήθηκαν έντονα αρνητικά το τελευταίο τρίμηνο του 2009. Εξάλλου αρνητικά μηνύματα, όλο και εντονότερα, έρχονται μετά τις εκλογές από τους δείκτες οικονομικής συγκυρίας.
Η όξυνση της οικονομικής ύφεσης επιδρά έντονα στην αγορά εργασίας...
Τις πλέον ισχυρές αρνητικές επιδράσεις από την κλιμακούμενη πτώση του ΑΕΠ φαίνεται να δέχεται η αγορά εργασίας. Η ανεργία διευρύνθηκε ιδιαίτερα το τελευταίο τρίμηνο του 2009, κατά 1 εκατοστιαία μονάδα, φθάνοντας στο 10,3%, ενώ στο σύνολο του έτους διαμορφώθηκε στο 9,5%, ξεπερνώντας το μέγεθος στο οποίο είχε διαμορφωθεί τρία χρόνια νωρίτερα και προσεγγίζοντας περισσότερο το επίπεδο του 2005 (9,9%). Στην άνοδό της συνέτεινε κυρίως η υποχώρηση της απασχόλησης, για πρώτη φορά μετά το 1998, κατά 1,1%, με την πτώση της να ενισχύεται συνεχώς στη διάρκεια του προηγούμενου έτους, φθάνοντας το 1,7% στο τελευταίο τρίμηνο. Αυτές οι αρνητικές τάσεις επιτείνονται το 2010 από τη συνέχιση της οικονομικής ύφεσης και την προσπάθεια συγκράτησης και εξορθολογισμού της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, που αναμένεται να οδηγήσουν την ανεργία πάνω από το 11%.
...ενώ τα νέα μέτρα ενισχύουν τον πληθωρισμό
Το 2009 ο πληθωρισμός κινήθηκε στο 1,2%, από 4,2% το 2008. Η σταθεροποιητική τάση που παρουσίασε το πρώτο δίμηνο του 2010 αναμένεται να ανακοπεί τους προσεχείς μήνες από την αύξηση των έμμεσων φόρων που ανακοινώθηκε στις αρ-χές Μαρτίου, αλλά και τις υψηλότερες σε σύγκριση με πέρυσι τιμές του πετρελαίου και των εισαγωγών γενικότερα. Ωστόσο η τόνωση του πληθωρισμού από την υψηλό-τερη φορολογία μετριάζεται από την αρνητικό αποτέλεσμά της στο καθαρό διαθέσιμο εισόδημα. Σε ετήσια βάση, ο πληθωρισμός αναμένεται να ξεπεράσει ελαφρά το 3,0% φέτος (3,1%).