Έντονες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η διάταξη του φορολογικού νομοσχεδίου, με την οποία επιβάλλεται παρακράτηση φόρου 8% σε όλα τα τιμολόγια άνω των 300 ευρώ που εκδίδουν οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών από την 1η Ιουλίου 2010.
Την απόσυρση της σχετικής διάταξης ζητούν με επιστολές τους προς τον υπουργό Οικονομικών τόσο ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ) Κωνσταντίνος Μίχαλος όσο και ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ) Γ. Τσακίρης.
Καταστροφικές συνέπειες εκτιμά ο Σύνδεσμος των εν Ελλάδι Τουριστικών και Ταξιδιωτικών Γραφείων (ΗΑΤΤΑ) ότι θα έχει για τις ελληνικές επιχειρήσεις η εν λόγω προτεινόμενη ρύθμιση.
Στην επιστολή του ο κ. Μίχαλος υποστηρίζει ότι «με την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης, στην κυριολεξία θα στεγνώσει η αγορά, καθώς οι χιλιάδες επιχειρήσεις στον ευρύτερο τομέα παροχής υπηρεσιών, θα αποστερηθούν σημαντικής ρευστότητας, και μάλιστα σε μια περίοδο χαμηλών κύκλων εργασιών και μεγάλης κρίσης, με δυσμενέστατες συνέπειες για την επιχειρηματική τους δράση».
Τονίζει ακόμη ότι «η φιλοσοφία της ανωτέρω διάταξης - όπως δυστυχώς και πολλών άλλων του νέου φορολογικού νομοσχεδίου - είναι καθαρά εισπρακτική, και βέβαια θα καταστεί αναποτελεσματική, λόγω της αδυναμίας χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων να συνεχίσουν να λειτουργούν στην περίπτωση της άμεσης επιβάρυνσής τους με αυτόν τον πρόσθετο φόρο, αφού η όποια επιστροφή θα γίνει σε ένα μέσο βάθος χρόνου 15 μηνών».
Από την πλευρά του ο κ. Τσακίρης επισημαίνει ότι «εν τω μέσω μιας εξαιρετικά προβληματικής κατάστασης που αντιμετωπίζουν οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, η επιχειρούμενη ρύθμιση θα προκαλέσει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα, δεδομένου ότι:
• θα περιορίσει δραματικά τη ρευστότητα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που συνεργάζονται, ως επί το πλείστον με ημεδαπές εταιρείες, θα τις οδηγήσει σε ταμειακό αδιέξοδο, λόγω και του ετεροχρονισμού στην εξόφληση των τιμολογίων.
• θα λειτουργήσει σε βάρος του ελεύθερου ανταγωνισμού, αφού οι επιχειρήσεις, που έχουν τη δυνατότητα επιλογής συνεργατών, θα προτιμήσουν τη συνεργασία με αλλοδαπές εταιρείες και γραφεία του εξωτερικού για να αποφύγουν με αυτό τον τρόπο την παρακράτηση, δημιουργώντας όμως δυσμενή διάκριση σε βάρος των ημεδαπών εταιρειών και προμηθευτών».
Παράλληλα, ο πρόεδρος του ΞΕΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, γιατί «η θρυαλλίδα των θεσμοθετούμενων φορολογικών μέτρων που επιρρίπτονται στις μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, που συνιστούν τη συντριπτική πλειονότητα του τουριστικού τομέα, θα προκαλέσει έμφραγμα στην τουριστική αγορά, τη στιγμή που το ζητούμενο είναι να επιδοθούν απερίσπαστες οι τουριστικές επιχειρήσεις με όλες τους τις δυνάμεις στην προσέλκυση και την εξυπηρέτηση της αλλοδαπής και της ελληνικής πελατείας».
Τέλος, ο ΗΑΤΤΑ αναφέρει σε ανακοίνωσή του ότι οι πρώτες επιπτώσεις που διαφαίνονται είναι οι εξής:
- σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα στις τουριστικές επιχειρήσεις, αυτές θα πληγούν ιδιαίτερα, ενώ παράλληλα ο ελληνικός τουρισμός θα μειώσει ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητά του. Από τη στιγμή που για κάθε συναλλαγή μεταξύ ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων θα πρέπει να αποδίδεται το 8%, ενώ, αντίθετα, αυτό δε θα συμβαίνει με απευθείας συναλλαγές με επιχειρήσεις του εξωτερικού, είναι βέβαιο ότι τα τουριστικά γραφεία της χώρας θα τεθούν στο περιθώριο της αγοράς με ότι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη και την απασχόληση.
- σημαντικό κόστος επιβάρυνσης στις διοικητικές λειτουργίες των επιχειρήσεων
- μείωση της ρευστότητάς τους, την ίδια στιγμή που η πιστωτική επέκταση από την πλευρά των τραπεζών συνεχώς μειώνεται
- παρακράτηση ποσοστού, το οποίο πολλές φορές είναι αρκετά υψηλότερο από το πραγματικό καθαρό κέρδος των επιχειρήσεών
- υποχρέωση καταβολής στο κράτος ποσών τα οποία δεν έχουν προηγουμένως εισπραχθεί.
Καλεί δε την κυβέρνηση, με επιστολή του να πάρει πίσω «αυτό το φοροεισπρακτικό μέτρο, το οποίο περισσότερα προβλήματα δημιουργεί παρά λύνει. Καταλύει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, καταστρέφει τη ρευστότητα, αυξάνει το κόστος λειτουργίας και εν τέλει οδηγεί τα τουριστικά γραφεία στην καταστροφή».