Παρότι η γήρανση του πληθυσμού στην Ευρώπη δημιουργεί καλύτερες προοπτικές για την πώληση αποταμιευτικών προϊόντων, εμπεριέχει και ένα σημαντικό κίνδυνο που απειλεί πολλούς τομείς του κλάδου χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Οι ειδικοί του συνταξιοδοτικού κλάδου αποκαλούν τον εν λόγω κίνδυνο αυτό «κίνδυνο μακροβιότητας».
Ο συγκεκριμένος κίνδυνος έγκειται στο ότι οι ασφαλισμένοι ζουν σήμερα κατά μέσο όρο 20 χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή τους, γεγονός που «τινάζει στον αέρα» τον προϋπολογισμό των συνταξιοδοτικών ταμείων, τα οποία στηρίζουν τη λειτουργία τους στο προσδόκιμο ζωής που ίσχυε πριν από πολλά χρόνια.
Τα ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρείες συνειδητοποιούν ότι το βάρος της παρατεταμένης περιόδου συνταξιοδότησης που χαρακτηρίζει τις ανεπτυγμένες κοινωνίες σήμερα πέφτει επάνω τους. Οι ειδικοί του κλάδου προειδοποιούν για εξάπλωση του κινδύνου μακροβιότητας στις αγορές κεφαλαίων και τις κυβερνήσεις, υποστηρίζοντας ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής δεν απειλεί μόνο τον ασφαλιστικό κλάδο.
«Δεν θέλουμε αυτό που έγινε στον τραπεζικό κλάδο να συμβεί και στον ασφαλιστικό», τονίζει ο Ντέιβιντ Μπλέικ, καθηγητής στο Cass Business School. Ο κίνδυνος αυτός είναι ακόμη μεγαλύτερος στη Βρετανία, όπου η αύξηση του προσδόκιμου ζωής συνοδεύεται και από μια σειρά μεταρρυθμίσεων που έχουν συντελεστεί στον συνταξιοδοτικό κλάδο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τον Ιανουάριο, οι υποχρεώσεις του ιδιωτικού συνταξιοδοτικού τομέα ανέρχονται στα 25 τρισ. δολάρια. Με βάση την αντίστοιχη έκθεση, κάθε χρόνος που προστίθεται στο προσδόκιμο ζωής αυξάνει κατά 3% περίπου την παρούσα αξία των υποχρεώσεων του κλάδου στη Βρετανία.
Πηγή: Reuters