Λίγες μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς καλλυντικών, όπως προκύπτει από σχετική κλαδική μελέτη που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, μέλους της Global Finance:
Τόσο ο κλάδος των καλλυντικών γενικότερα όσο και τα καταστήματα που διαθέτουν τα προϊόντα αυτά χαρακτηρίζονται από έντονο ανταγωνισμό, γεγονός που οδηγεί σε ιδιαίτερα υψηλό βαθμό συγκέντρωσης στα καταστήματα λιανικής διάθεσης καλλυντικών.
Στον κλάδο αυτό διακρίνονται τρεις βασικές κατηγορίες καταστημάτων: τα μη ειδικευμένα καταστήματα (τα οποία διαθέτουν προϊόντα με πολλά εμπορικά σήματα), τα ειδικευμένα καταστήματα (τα οποία διαθέτουν αποκλειστικά τα προϊόντα ενός συγκεκριμένου εμπορικού σήματος και αναπτύσσονται με βάση μια συγκεκριμένη και αναγνωρίσιμη εταιρική ταυτότητα) και τα πολυκαταστήματα (τα οποία διαθέτουν ξεχωριστό τμήμα καλλυντικών – “perfume hall”). Η περιοχή της πρωτεύουσας συγκεντρώνει το 41,5% των σημείων λιανικής διάθεσης καλλυντικών, η Θεσσαλονίκη συγκεντρώνει ποσοστό 7,3%, ενώ το 51,2% βρίσκεται στα υπόλοιπα αστικά κέντρα και περιοχές της επικράτειας.
Στα μη ειδικευμένα καταστήματα και τα πολυκαταστήματα ο ανταγωνισμός εντοπίζεται στις τιμές, στην εφαρμογή προγραμμάτων πιστότητας (loyalty schemes), στις παρουσιάσεις προϊόντων, στην πολιτική προβολής συγκεκριμένων προϊόντων κλπ. Στα καλλυντικά επιλεκτικής διανομής ο ανταγωνισμός αφορά –εκτός από τις τιμές- και στο επίπεδο προσωπικής εξυπηρέτησης από τις αισθητικούς. ¶λλη μια σημαντική παράμετρος είναι το μέγεθος των καταστημάτων. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, τα περισσότερα καταστήματα είναι πλέον μεγάλα και η διαρρύθμιση των χώρων ιδιαίτερα πολυτελής σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια. Ως εκ τούτου, οι μικρότερες ανεξάρτητες επιχειρήσεις λιανικής που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα κεφάλαια για την πραγματοποίηση τέτοιων επενδύσεων βρίσκονται σε μειονεκτική θέση έναντι των μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων καλλυντικών.
Η αγορά καταστημάτων λιανικής διάθεσης καλλυντικών (συμπεριλαμβανομένων και των σουπερμάρκετ) ακολούθησε ανοδική πορεία την περίοδο 2004-2007, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 1,9%. Ωστόσο η αξία της αγοράς καλλυντικών που διατέθηκαν αποκλειστικά μέσω των εξεταζόμενων καταστημάτων εμφάνισε υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης, γεγονός που αποδίδεται κυρίως -από παράγοντες της αγοράς- στη διεύρυνση των δικτύων πωλήσεων (περισσότερα σημεία λιανικής) των εξεταζόμενων επιχειρήσεων, καθώς και στην ανάπτυξη νέων αλυσίδων πώλησης καλλυντικών.
Προμηθευτές των καταστημάτων καλλυντικών και των πολυκαταστημάτων είναι κυρίως μεγάλες εταιρείες εισαγωγής και εμπορίας καλλυντικών. Τόσο η μεγάλη προσέλευση καταναλωτών στα συγκεκριμένα καταστήματα όσο και ο υψηλός όγκος πωλήσεων που πραγματοποιείται μέσα από αυτά, ενισχύουν την διαπραγματευτική δύναμή τους έναντι των προμηθευτών τους. Παράλληλα, υπάρχει πληθώρα προσφοράς από την πλευρά των προμηθευτών και έντονος ανταγωνισμός για την τοποθέτηση των προϊόντων τους στα ράφια των αλυσίδων. Όσον αφορά στις πιστώσεις που παρέχονται στα καταστήματα λιανικής από τους προμηθευτές, αυτές εξαρτώνται από το ύψος της παραγγελίας, τη φερεγγυότητα, την ποιότητα της συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών κλπ.
Στα πλαίσια της μελέτης που εκπόνησε η ICAP Group πραγματοποιήθηκε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων δεικτών. Επίσης συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 51 επιχειρήσεων εκμετάλλευσης καταστημάτων λιανικής διάθεσης καλλυντικών για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2005 και 2006. Το σύνολο ενεργητικού των εταιρειών αυξήθηκε κατά 9,05% το 2006. Τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων μειώθηκαν το 2006 κατά 10,06%. Οι πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν το ίδιο έτος κατά 4,76%.