Οι ιχθυοκαλλιέργειες αποτελούν έναν ταχέως αναπτυσσόμενο κλάδο της ελληνικής οικονομίας και ειδικά στην εκτροφή τσιπούρας και λαβρακίου, η ελληνική παραγωγή καλύπτει σχεδόν το ½ της διεθνούς αγοράς, ενώ παράλληλα αποτελεί σημαντικό εξαγωγικό αγαθό του πρωτογενούς τομέα (με τις εξαγωγές να ξεπερνούν τα ¾ της ελληνικής παραγωγής και να καλύπτουν το 12% των εξαγωγών πρωτογενούς παραγωγής το 2008).
Τα παραπάνω επισημαίνονται σε μελέτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας για τις ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες, που εκπονήθηκε στα πλαίσια των περιοδικών εκδόσεών της για κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Οι ιχθυοκαλλιέργειες διεθνώς (με παραγωγή 52 εκατ. τόνων το 2009) καλύπτουν πλέον σχεδόν το ½ της τελικής κατανάλωσης ψαριών και θαλασσινών, κερδίζοντας συνεχώς μερίδιο από την ελεύθερη αλιεία. Η ευρωπαϊκή παραγωγή ιχθυοκαλλιέργειας - αν και καταλαμβάνει μικρό μερίδιο (4% στην παγκόσμια παραγωγή) – παρουσιάζει επίσης αξιοσημείωτη ανάπτυξη (5% κατά μέσο όρο στο διάστημα 2000-2008), με κυρίαρχο είδος τον σολομό (άνω του 50%).
Στο 15% της ευρωπαϊκής ιχθυοκαλλιέργειας αντιστοιχεί η μεσογειακή παραγωγή τσιπούρας και λαβρακίου - κλάδος όπου κυριαρχεί η Ελλάδα. Η ζήτηση των προϊόντων αυτών είναι συνεχώς αυξανόμενη, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 11% την τελευταία δεκαετία.
Ωστόσο, παρά τις αναμφισβήτητα ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες, ο κλάδος είναι αντιμέτωπος με μια σειρά διαρθρωτικών προκλήσεων και συγκυριακών δυσχερειών εξαιτίας των στρατηγικών που ακολούθησαν οι εταιρείες τα προηγούμενα έτη επιβαρύνοντας σημαντικά τη χρηματοοικονομική τους υγεία.
Στις διαρθρωτικές προκλήσεις περιλαμβάνονται:
Ο περιορισμένος χρόνος ζωής του προϊόντος καθιστά πρόκληση την αποτελεσματική διακίνησή του. Η μεταφορά του σε μακρινούς προορισμούς (όπως ΗΠΑ, Ρωσία και Καναδάς) μπορεί να γίνει μόνο αεροπορικώς εκτινάσσοντας το κόστος μεταφοράς στα €1,5-2/κιλό, όταν η μεταφορά του οδικώς σε ευρωπαϊκούς προορισμούς κυμαίνεται κοντά στα €0,20-0,40/κιλό.
Ο μεγάλος κύκλος παραγωγής απαιτεί υψηλά κεφάλαια κίνησης και συνεπώς δανεισμό (ειδικά σε περίοδο ανάπτυξης ή διακράτησης υψηλών αποθεμάτων).
Η ολιγοψωνιακή δομή του κλάδου (λόγω των κυρίαρχων supermarkets) περιορίζει τα περιθώρια κέρδους του κλάδου.
Ο ανταγωνισμός γίνεται σε μεγάλο βαθμό σε επίπεδο κόστους, καθώς το προϊόν δεν είναι διαφοροποιημένο (ή branded).
Το υψηλό μερίδιο των πρώτων υλών στο κόστος καθιστά ευάλωτο τον κλάδο σε αλλαγές των διεθνών τιμών πρώτων υλών (κυρίως ιχθυάλευρων και σόγιας).
Οι περιβαλλοντικές συνέπειες από τη δραστηριότητα του κλάδου θέτουν θεσμικούς περιορισμούς ως προς την αδειοδότηση και τη χωροταξική διάρθρωση των εγκαταστάσεων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, υπογραμμίζεται στη μελέτη, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές του κλάδου παραμένουν θετικές. Οι βασικές παράμετροι που εκτιμάται ότι δρουν ενισχυτικά για τη ζήτηση μεσοπρόθεσμα είναι:
Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος στις βασικές αγορές
Αν οι σχετικές τιμές διατηρηθούν σταθερές, η ζήτηση διεθνώς εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει τους 430 χιλιάδες τόνους το 2020 από περίπου 300 χιλιάδες τόνους το 2009.
Η αύξηση τιμής ψαριών ελεύθερης αλιείας
Αν οι τιμές των ψαριών τσιπούρα-λαβράκι αυξηθούν λιγότερο σε σχέση με των λοιπών ψαριών (1,5% έναντι 4,5% κ.μ.ο. ετησίως – πορεία αντίστοιχη με της τελευταίας πενταετίας), η παραγωγή θα μπορούσε να αυξηθεί κατά επιπλέον 140 χιλιάδες τόνους μέχρι το 2020.
Η βελτίωση του κόστους παραγωγής
Επενδύσεις σε νέες μεγαλύτερες εγκαταστάσεις και σε μονάδες προπάχυνσης θα μπορούσαν να περιορίσουν το κόστος μέχρι και €0,70/κιλό. Αν το χαμηλότερο κόστος μεταφραστεί σε χαμηλότερες τιμές, η παραγωγή θα μπορούσε να αυξηθεί κατά επιπλέον 90 χιλιάδες τόνους μέχρι το 2020.
Συνδυάζοντας τις τρεις παραπάνω επιδράσεις, η παγκόσμια παραγωγή θα μπορούσε να ξεπεράσει τους 650 χιλιάδες τόνους το 2020 – καταλαμβάνοντας το 4,5% της συνολικής αγοράς ψαριών στις βασικές αγορές (από 3% το 2009).
Παράλληλα, υπάρχει δυνατότητα επέκτασης της δραστηριότητας των εταιρειών σε νέες αγορές. Για παράδειγμα, η εκτροφή νέων ειδών – κυρίως με διαφορετικά χαρακτηριστικά – αποτελεί έναν ακόμα τρόπο να κερδίσουν οι παραγωγοί μέγεθος από τη διεθνή αγορά ψαριών. Επιπλέον, οι εταιρείες μπορούν να προωθήσουν τις εξαγωγές τους σε περισσότερες χώρες. Η επεξεργασία και τυποποίηση του προϊόντος αυξάνει τη μέση διάρκεια ζωής (π.χ. μέσω συσκευασίας σε τροποποιημένη ατμόσφαιρα - Modified Atmosphere Packaging) και το καθιστά πιο ελκυστικό σε καταναλωτές εκτός της Μεσογείου (οι οποίοι προτιμούν τα φιλετοποιημένα ψάρια).
Εχέγγυα τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών εταιρειών
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών εταιρειών (οι οποίες καλύπτουν περίπου το 45% της παγκόσμιας παραγωγής) και τα περιθώρια αύξησης της ζήτησης του προϊόντος αποτελούν εχέγγυα για την μελλοντική πορεία του κλάδου.
Ωστόσο, οι δυνατότητες αυτές θα υλοποιηθούν υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αρχικά, τονίζεται, οι εταιρείες οφείλουν να απαλλαγούν από το «βαρίδι» των σωρευμένων βιολογικών αποθεμάτων – γεγονός το οποίο θα δημιουργήσει κλυδωνισμούς στον κλάδο.
Επιπλέον, οφείλουν να διασφαλίσουν τη μη επανάληψη φαινομένων υπερπροσφοράς. Η αύξηση της παραγωγής γόνων βάσει της πορείας της ζήτησης αποτελεί στοιχείο κλειδί για τον έλεγχο της υπερπροσφοράς.
Δεύτερον, οι εταιρείες πρέπει να προωθήσουν την παραγωγική διαδικασία στο επόμενο στάδιο (κυρίως μέσω εγκατάστασης μεγάλων υπεράκτιων εγκαταστάσεων και μονάδων προπάχυνσης). Η πραγματοποίηση ωστόσο αυτού του ενδεχομένου δεν απαιτεί μόνο αλλαγή στρατηγικής από την πλευρά των επιχειρήσεων. Η περαιτέρω συγκέντρωση του κλάδου καθώς και των μονάδων απαιτεί επίσης πολιτική πρωτοβουλία για τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού χωροταξικού σχεδίου.
Το πλήρες κείμενο της ειδικής μελέτης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών μπορεί να ανευρεθεί στην ιστοσελίδα:
http:/www.nbg.gr/Ανακοινώσεις-Εκδόσεις/Δημοσιεύματα-Εκδόσεις/ Κλαδικές Μελέτες