Στο 58%, από 57%, αυξήθηκε η πειρατεία λογισμικού στην Ελλάδα το 2009, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Business Software Alliance (BSA), βάσει των οποίων η εμπορική αξία του παράνομου λογισμικού ανέρχεται στα 173 εκατ. ευρώ, ενώ κατέχει την τρίτη θέση στην ΕΕ.
Παρά την οικονομική ύφεση, η πειρατεία λογισμικού Η/Υ μειώθηκε σε αρκετές αγορές, σημειώνοντας πτώση σε 54 χώρες και αύξηση σε μόνο 19 χώρες σύμφωνα με την μελέτη των BSA/IDC.
Ωστόσο, το παγκόσμιο ποσοστό πειρατείας αυξήθηκε από 41% σε 43% γεγονός που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ταχεία ανάπτυξη χωρών με υψηλό δείκτη πειρατείας όπως είναι η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, αυξάνοντας παράλληλα το συνολικό τους μερίδιο στην παγκόσμια αγορά λογισμικού.
Σύμφωνα με την μελέτη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο μέσος όρος του Δείκτη Πειρατείας παρέμεινε σταθερός στο 35%, με τη Βουλγαρία στο 67%, τη Ρουμανία στο 65%, και την Ελλάδα στο 58% να κατατάσσονται στις τρεις πρώτες θέσεις.
Παρ' όλο που η εθνική οικονομία δεν σημείωσε πρόοδο, οι εισαγωγές Η/Υ στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 11% και εκτιμάται πως εάν δεν είχαν πραγματοποιηθεί ενέργειες όπως αυτές της BSA και των εγχώριων μεταπωλητών για την καταπολέμηση της πειρατείας, το ποσοστό της πειρατείας θα μπορούσε να αυξηθεί περισσότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Σύμφωνα με την IDC, για κάθε 100ευρώ νόμιμου λογισμικού που πωλήθηκε το 2009, επιπλέον 75ευρώ αντιστοιχούσαν στο πειρατικό. Ωστόσο, οι απώλειες αυτές δεν επηρεάζουν μόνον τα έσοδα της βιομηχανίας λογισμικού αλλά και τις εγχώριες οικονομίες.
Μελέτη των BSA/IDC που παρουσιάστηκε το 2008 σχετικά με τα οικονομικά οφέλη από την μείωση του ποσοστού πειρατείας κατά δέκα (10) ποσοστιαίες μονάδες σε τέσσερα χρόνια, προβλέπει ότι μπορούν να δημιουργηθούν περισσότερες από 1.000 νέες θέσεις εργασίας, να ενισχυθεί το ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 261 εκατ. ευρώ αυξάνοντας παράλληλα τα φορολογικά έσοδα του κράτους κατά 88 εκατ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι στους παράγοντες που οδηγούν στην άνοδο της πειρατείας περιλαμβάνονται η απότομη αύξηση της αγοράς Η/Υ από τους καταναλωτές, η διευρυμένη χρήση της ήδη εγκατεστημένης βάσης παλαιότερων Η/Υ που λειτουργούν με παράνομο λογισμικό καθώς και η αύξηση των εγκληματιών στον κυβερνοχώρο και των πειρατών λογισμικού.