Η εγχώρια αγορά των αλκοολούχων ποτών (οινοπνευματώδη, κρασί και μπύρα) εξετάζεται σε πρόσφατη μελέτη της Hellastat Α.Ε. ( www.hellastat.eu ):
Βασικό χαρακτηριστικό στα οινοπνευματώδη ποτά αποτελεί η επικέντρωση της εγχώριας παραγωγής (292 ποτοποιεία, κυρίως μικρού μεγέθους και οικογενειακού χαρακτήρα) στο ούζο, το τσίπουρο και το μπράντι. Έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό έχουν το ούζο και το μπράντι, τα οποία το 2009 κάλυψαν το 85% περίπου των συνολικών εξαγωγών οινοπνευματωδών ποτών βάσει ποσότητας (μερίδιο Γερμανίας: 70%).
Οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς σε λοιπά οινοπνευματώδη ποτά (π.χ. ουίσκι, βότκα κ.τ.λ.) καλύπτονται κυρίως από εισαγωγές που πραγματοποιούν σε ποσοστό 80% 5 μεγάλες εταιρείες εισαγωγής και διανομής, με κύρια χώρα προέλευσης το Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2009 η εγχώρια αγορά εκτιμάται σε 7 εκ. κιβώτια περίπου, αξίας ¤553 εκ. και βαίνει μειούμενη την τελευταία 4-ετία με μέσο ρυθμό -2,8%. Το ουίσκι καλύπτει το 1/3 περίπου και το ούζο το 1/5.
Πτωτική είναι και η εγχώρια κατανάλωση κρασιού (3 εκ. hl περίπου το 2009), με μέσο ρυθμό -9,7% την ίδια περίοδο. Βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η κατανάλωση επιτραπέζιων κρασιών ελληνικής προέλευσης σε ποσοστό που ανέρχεται σε 90%. Παραγωγική δραστηριότητα επιδεικνύουν 680 οινοποιεία και 40 συνεταιρισμοί περίπου, καθώς και πολυάριθμα μικρά οινοποιεία που παράγουν κρασί κυρίως για ιδία κατανάλωση. Το εμπορικό ισοζύγιο είναι, σε αντίθεση με τα οινοπνευματώδη ποτά, πλεονασματικό κατά 117 χιλ. hl αξίας ¤23 εκ. περίπου.
Ο κλάδος της μπύρας έχει ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά, καθώς δραστηριοποιείται μικρός αριθμός επιχειρήσεων, με τις κινήσεις της μιας να επηρεάζουν τη στρατηγική των υπολοίπων. Οι δυο μεγαλύτερες εταιρείες καλύπτουν το 85-90% της εγχώριας αγοράς. Βασικό χαρακτηριστικό της κατανάλωσης είναι η έντονη εποχικότητα, καθώς το 70% περίπου των πωλήσεων πραγματοποιείται στο διάστημα Απριλίου - Οκτωβρίου.
Προβλήματα
Σύμφωνα με εκπρόσωπους των επιχειρήσεων του κλάδου με τους οποίους συνεργάστηκε η Hellastat για την εκπόνηση της μελέτης, η πίεση που ασκείται στην αγορά εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης είναι πολύ υψηλή, καθώς η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών έχει μειωθεί, ενώ ταυτόχρονα το προϊόν καθίσταται ακριβότερο από τις συνεχείς αυξήσεις του Ε.Φ.Κ. (3 φορές εντός του 2010). Επιπλέον, η αύξηση του φόρου εντείνει τις απαιτήσεις σε κεφάλαια κίνησης, προγραμματισμό και διαχείριση στις παραγωγικές και εμπορικές εταιρείες οινοπνευματωδών ποτών, αλλά και μπύρας. Οι εξελίξεις αυτές ενδέχεται να εντείνουν το πρόβλημα της διακίνησης ποτών χαμηλής ποιότητας που εισάγονται, καθώς και τις περιπτώσεις νοθείας.
Όσον αφορά στο ούζο, το τσίπουρο και το κρασί σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων σε μη τυποποιημένη μορφή, αφήνοντας περιθώρια πώλησης ποτών χαμηλής ποιότητας που πλήττουν συνολικά την εικόνα και υπονομεύουν την αναγνώριση της προστιθέμενης αξίας των ποιοτικών ποτών. Ειδικά στο κρασί υπολογίζεται ότι το χύμα καλύπτει μερίδιο 65-70% της εγχώριας κατανάλωσης.
Τέλος, σημειώνεται ότι το ούζο και το κρασί προωθούνται στις αγορές του εξωτερικού σε χαμηλές τιμές, με συνέπεια να ταυτίζονται με προϊόντα χαμηλής ποιότητας, θέτοντάς τα εκτός ανταγωνισμού.
Προοπτικές
Στη μελέτη της Hellastat προκύπτει ότι οι προοπτικές του κλάδου δεν είναι ευνοϊκές διότι οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες ασκούν υψηλή πίεση τόσο στις παραγωγικές, όσο και στις εμπορικές επιχειρήσεις και ταυτόχρονα προκαλούν μειωμένη κατανάλωση αλκοόλ, καθώς οι καταναλωτές προσπαθούν να περιορίσουν τις δαπάνες τους. Για το λόγο αυτό αποτυπώνεται στροφή προς την off-trade αγορά.
Παρατηρούνται επίσης μετακινήσεις των καταναλωτών μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών ποτών, με το κρασί και τη μπύρα να ευνοούνται από τις χαμηλότερες τιμές διάθεσης συγκριτικά με τα οινοπνευματώδη. Επιπλέον, ενισχύεται η κατανάλωση χύμα κρασιού στους χώρους εστίασης χάρη στην ανταγωνιστική τιμή του. Στα δε οινοπνευματώδη ποτά καταγράφεται ενίσχυση των εγχωρίως παραγόμενων παραδοσιακών ποτών, όπως το τσίπουρο και η μαστίχα, αποσπώντας μερίδια από τα υπόλοιπα.
Τέλος, αναφέρεται ότι την τρέχουσα περίοδο υλοποιείται στρατηγικό σχέδιο προβολής και ανάπτυξης του ελληνικού κρασιού στις αγορές του εξωτερικού, με κύριες αγορές στόχους τις Η.Π.Α., τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει θετικές εξελίξεις για τις οινοποιίες.
Χρηματοοικονομική ανάλυση του κλάδου
Στη μελέτη της Hellastat αναλύονται οι οικονομικές καταστάσεις των επιχειρήσεων του κλάδου για την περίοδο 2009-2006. Τα βασικά συμπεράσματα μεταξύ άλλων είναι:
- Στο χονδρικό εμπόριο αλκοολούχων και λοιπών ποτών καταγράφεται μέση κάμψη πωλήσεων κατά -2,1% το 2009, έναντι αύξησης κατά 2,8% το διάστημα 2008/2007. Αντίστοιχη μέση κάμψη εμφανίζουν τα καθαρά κέρδη το 2009 (-2%) έναντι μέσης αύξησης κατά 5,3% το 2008. Ωστόσο, το μέσο καθαρό περιθώριο διατηρείται σχεδόν σταθερό (1,5%), ενώ η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων, λόγω της υψηλής κεφαλαιακής μόχλευσης (3,5 προς 1), διαμορφώνεται σε υψηλά επίπεδα (10%). Στους όρους εμπορικών συναλλαγών, καταγράφεται μέση επιμήκυνση κατά 15 ημέρες στην είσπραξη των απαιτήσεων (στις 132).
- Οι παραγωγικές επιχειρήσεις αλκοολούχων ποτών εμφανίζουν μέση υποχώρηση πωλήσεων της τάξης του -3,5% το 2009, έναντι αύξησης κατά 2,5% το 08/07. Τα κέρδη εμφανίζουν μέση βελτίωση κατά 13,4%, διπλασιάζοντας το καθαρό περιθώριο στο 1,2% το 2009. Οι ημέρες απαιτήσεων επεκτείνονται κατά 1 μήνα το 2009, στις 206 ημέρες.
- Οι παραγωγικές επιχειρήσεις κρασιού, εμφανίζουν μέση κάμψη πωλήσεων της τάξης του -3,7% από μέση αύξηση 2,7% το 2008. Τα καθαρά κέρδη μειώνονται με μέσο ρυθμό -6,5%, με συνέπεια το καθαρό περιθώριο να υποχωρεί στο 1,1%.