Ιδιαίτερα αυστηρές εξακολουθούν να είναι οι τράπεζες κατά τη χορήγηση στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, όπως αναφέρεται στη μελέτη της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών με θέμα «Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2009» που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Πιο αναλυτικά, στη μελέτη επισημαίνεται πως η διεθνής ύφεση έχει επηρεάσει δυσμενώς την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα και, μέσω αυτής, τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Στο πλαίσιο αυτό, το 2009 η εφαρμογή από τις τράπεζες αυστηρότερων κριτηρίων χορήγησης πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά περιόρισε την προσφορά δανείων, ενώ ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ως προς τις μελλοντικές τους επιδόσεις και αντίστοιχα εισοδήματά τους και η επακόλουθη υποχώρηση της ροπής προς κατανάλωση, επενδύσεις και ανάληψη πιστωτικών υποχρεώσεων, περιόρισαν τη ζήτηση δανείων.
Σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε η Ελληνική Ένωση Τραπεζών από τις τράπεζες-μέλη της, προκύπτει ότι οι τράπεζες εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα αυστηρές κατά τη χορήγηση καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων με στόχο τη σταδιακή βελτίωση του χαρτοφυλακίου των δανείων τους προς τα νοικοκυριά.
Ειδικότερα, το 2009 σε σχέση με το 2008, για όλες τις κατηγορίες δανεισμού προς νοικοκυριά, τα ποσοστά εγκρίσεων, σε επίπεδο μεμονωμένων τραπεζών, ως ποσοστό του συνόλου των αιτήσεων χορήγησης δανείων ήταν, στο σύνολό τους, χαμηλότερα, με εξαίρεση τα καταναλωτικά δάνεια χωρίς εξασφάλιση για τα οποία παρουσιάστηκε οριακή αύξηση του ανώτατου ποσοστού εγκρίσεων κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες. Παράλληλα, το χαμηλότερο ποσοστό εγκρίσεων, για την συγκεκριμένη κατηγορία δανεισμού, περιορίστηκε σημαντικά κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες.
Στη μελέτη σημειώνεται ακόμη πως «η εκδήλωση της πρόσφατης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, και κυρίως η έκταση και η έντασή της ανέδειξε την ύπαρξη κενών στο υφιστάμενο, ιδιαίτερα σημαντικό κατά τα λοιπά, διεθνές και ευρωπαϊκό θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο. Μεταξύ αυτών των κενών συγκαταλέγονται και οι υφιστάμενοι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, οι οποίοι εντείνουν την "προκυκλικότητα", δηλαδή ωθούν τις τράπεζες να χορηγούν περισσότερα δάνεια κατά τη διάρκεια της ανόδου του οικονομικού κύκλου και να είναι πιο διστακτικές στην πιστωτική τους δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της ύφεσης».
Σε ό,τι αφορά το βαθμό χρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ένας γενικά αποδεκτός δείκτης προσδιορισμού της τάσης δανεισμού των νοικοκυριών και επιχειρήσεων μιας χώρας είναι ο λόγος των συνολικών πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, προς το ΑΕΠ της χώρας αυτής. Όπως προκύπτει από τα τελευταία δημοσιευμένα συγκρίσιμα στατιστικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας , ο λόγος αυτός για την Ελλάδα εξακολούθησε να είναι και το 2009 από τους χαμηλότερους μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) και της ευρωζώνης (ΕΕ-15 ).
Στην Ελλάδα, ο λόγος που αφορά την κατηγορία στεγαστικών δανείων έναντι του ΑΕΠ, εμφανίζεται σημαντικά χαμηλότερος, έναντι των αντίστοιχων μέσων όρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, ενώ αντίθετη τάση παρατηρείται στον λόγο των λοιπών δανείων προς νοικοκυριά έναντι του ΑΕΠ.
Συμπερασματικά, το 2009 στην Ελλάδα, ο λόγος των συνολικών πιστώσεων, αλλά και επιμέρους, των στεγαστικών δανείων προς το ΑΕΠ εξακολουθούσε να είναι σημαντικά χαμηλότερος σε σχέση με τους αντίστοιχους λόγους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ευρωζώνη στο τέλος του 2008.
Προλογίζοντας την έκθεση, ο πρόεδρος της ΕΕΤ Βασίλης Ράπανος σημειώνει πως το τραπεζικό σύστημα είναι αντιμέτωπο με τρεις προκλήσεις, στις οποίες και είναι έτοιμο να αντεπεξέλθει, είναι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Συγκεκριμένα αναφέρει πως η πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα έχει τρεις πτυχές: Να συνεχίσει να παραμένει σταθερό, με ικανοποιητικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και επαρκή ρευστότητα καθώς και να βοηθά τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που έχει προκαλέσει η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας το 2009 και η οποία θα συνεχιστεί και κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους και να διοχετεύσει την ιδιωτική αποταμίευση στις πιο αποδοτικές χρήσεις.
Ο κ. Ράπανος επισημαίνει την ετοιμότητα των τραπεζών να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις, χωρίς να περιοριστεί η στρατηγικής σημασίας παρουσία των Ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ αναφέρει ακόμη πως οι ελληνικές τράπεζες, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισαν λόγω της δημοσιονομικής κρίσης και των συνεχών υποβαθμίσεων που υφίσταται από τους οίκους αξιολόγησης το ελληνικό δημόσιο, έδειξαν αξιοσημείωτη αντοχή και με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και μπόρεσαν να ξεπεράσουν τις δύσκολες μέρες.
Διευκρινίζει πως η αξιοσημείωτη, όπως τη χαρακτηρίζει, αυτή ανθεκτικότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μπορεί να αποδοθεί σε μια σειρά από παράγοντες, οι πιο σημαντικοί από τους οποίους είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν εκτεθεί στους κινδύνους που αποτέλεσαν τις αιτίες της πρόσφατης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, έχουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση, προχώρησαν έγκαιρα στην αύξηση των προβλέψεών τους έναντι επισφαλών απαιτήσεων και ακολούθησαν πολιτική συνετούς διαχείρισης των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται στην τρέχουσα συγκυρία.
Επίσης, γιατί είχαν ικανοποιητικά οικονομικά αποτελέσματα ακόμα και κατά το 2009 και υπήρξε αποτελεσματική προληπτική εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος που συνέβαλε αποτελεσματικά στη διασφάλιση της σταθερότητας του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
«Δεν πρέπει να αγνοείται εξάλλου ότι οι Ελληνικές τράπεζες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, λειτουργούν σε ένα ιδιαίτερα αυστηρό πλαίσιο ρυθμιστικής παρέμβασης, από τα αυστηρότερα που ισχύουν για επιχειρήσεις στις οικονομίες της αγοράς, το οποίο διαμορφώθηκε και συνεχίζει να διαμορφώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού δικαίου και των βέλτιστων ρυθμιστικών και εποπτικών πρακτικών που ισχύουν διεθνώς. Μέσα σε αυτό το ρυθμιστικό πλαίσιο, οι τραπεζικοί όμιλοι της χώρας μας επιδιώκουν τόσο τη μεγιστοποίηση των αποδόσεων για τους μετόχους τους - υπό τους όρους που θέτει το πλαίσιο της σύγχρονης εταιρικής διακυβέρνησης, οι απαιτήσεις για εταιρική κοινωνική ευθύνη, και η ανάγκη διασφάλισης ομαλών εργασιακών σχέσεων - όσο και την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας και των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται» αναφέρει ο κ.Ράπανος.